Πού πάει το Θέατρο σήμερα;
Κάποτε
υπήρχαν ηθοποιοί
που
προσπαθούσαν να γίνουν σταρ,
Τώρα
υπάρχουν σταρ
που
προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί.
Σερ
Λώρενς Ολίβιε

Είναι γεγονός ότι εκλείπουν οι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς
σήμερα. Δεν υπάρχει ένας Τσιφόρος, ένας Βασιλειάδης, ένας Τζαβέλας ή
Σακελάριος. Η τελευταία, μικρή αναλαμπή του λαϊκού θεάτρου, του θεάτρου που
απευθύνεται στο λαό, ήταν τα δύο δίδυμα των Ρέπα – Παπαθανασίου και Ρήγα –
Αποστόλου αλλά και αυτοί έχουν σιωπήσει εσχάτως. Τι απομένει; Το γαλλικό Boulvear, το θέατρο της
κλειδαρότρυπας που ανθεί στην Ιπποκράτους και το θέατρο ρεπερτορίου το οποίο
φοβίζει παραγωγούς, ηθοποιούς και κοινό. Οι παραγωγοί πιστεύουν ότι το κοινό
πηγαίνει στο θέατρο μόνο για να ξεσκάσει, άρα θέλει κάτι εύπεπτο κάτι το οποίο
να μην το βάλει σε σκέψεις. Έτσι διαγράφουν, με ελαφριά καρδιά, το μεγάλο όγκο
του κλασικού θεάτρου, το θέατρο ρεπερτορίου, το οποίο θα έπρεπε να είναι η
πρώτη επιλογή τους.
Μια άλλη λύση είναι η αναβίωση θεατρικών έργων της δεκαετίας
του 60, έργα τα οποία είχαν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, την εποχή του
εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου. Είδαμε λοιπόν το Μπακαλόγατο με τον
Φιλιππίδη παλαιότερα, τις θαλασσιές τις χάντρες φέτος και αρκετά άλλα στο
ενδιάμεσο.
Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του ένα νέο
είδος θεάτρου. Οι παραστάσεις αφιερώματα: «Η ζωή μου όλη», παράσταση αφιερωμένη
στο Στέλιο Καζαντζίδη, το «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα», αφιερωμένη στο Γιώργο
Ζαμπέτα ή ακόμη και το μουσικό αφιέρωμα στη γενιά του 60, που έστησε επί σκηνής
ο Μάρκος Σεφερλής με τη συμμετοχή τραγουδιστών της εποχής. Η στροφή σ’ αυτό το
είδος ήταν αποτέλεσμα της αναπάντεχης επιτυχίας που σημείωσε η παραγωγή του
Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», «Σμύρνη μου αγαπημένη», σε κείμενα και
σκηνοθεσία της Μιμής Ντενίση.
Όταν γεμίζεις ένα τεράστιο θέατρο όπως αυτό του Μείζονος
Ελληνισμού ή το Θέατρο Αλίκη σημειώνεις τεράστια εισπρακτική επιτυχία. Δεν
είναι όμως κατ’ ανάγκη μεγάλη θεατρική επιτυχία αυτό, γιατί δεν είναι θέατρο
αυτό. Δεν είναι θεατρικοί παραγωγοί οι οργανωτές, είναι έμποροι συγκινήσεων.
Πώς στήνεται μία τέτοια παράσταση; Επιλέγουν ένα γεγονός,
ένα πρόσωπο ή μία εποχή η οποία έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του κοινού και θα
ξυπνήσει μνήμες και συναισθήματα. Έτσι λοιπόν βαδίζουνε στα σίγουρα. Ύστερα
ψάχνουν και βρίσκουν όλο το υλικό που χρειάζεται για να στήσουνε το μύθο. Σ’
αυτό βοηθούν οι ιστορικές μαρτυρίες, αν πρόκειται για γεγονός, οι επιζώντες
συγγενείς αν πρόκειται για κάποιο υπαρκτό πρόσωπο όπως ο Καζαντίδης ή ο
Ζαμπέτας. Χρησιμοποιούνται βιβλία τα οποία έχουν γραφτεί αλλά και συγγραφείς ή δημοσιογράφοι
οι οποίοι έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα. (Μ.Δελαπόρτας) Στη συνέχεια
βρίσκουν ένα πραγματικό ή φανταστικό στόρι το οποίο θα «κουβαλήσει» το έργο.
Δεν χρειάζεται να είναι πρωτότυπο ή δυνατό αφού δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να μας κάνει να θυμηθούμε
και να συγκινηθούμε. Οι παραστάσεις αυτές είναι κάκιστες ηθογραφίες.
Φωτογραφίζουν απλώς κάποια γεγονότα, τα οποία συνοδεύουν με γενναίες δόσεις
μουσικής και τραγουδιών από ζωντανές ορχήστρες. Τα έργα είναι μονότονα αφηγηματικά
και γι’ αυτό κουράζουν. Απουσιάζουν ολωσδιόλου οι χαρακτήρες που είναι η
πεμπτουσία του θεάτρου.
Τι χρειαζόμαστε σήμερα στ’ αλήθεια. Ένα νέο Θέατρο Τέχνης.
Ένα επαναστατικό, ένα πρωτοποριακό θέατρο. Που θα φέρει το καινούριο. Που θα
τολμήσει. Που θα ανεβάσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Τεννεσί Ουίλιαμς ένα χρόνο μετά από την πρεμιέρα έργου του στη
Νέα Υόρκη, πριν καν αυτό παιχτεί στο Λονδίνο. Χρειαζόμαστε σκηνές όπως αυτή του
Λευτέρη Βογιατζή ή το «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» της Μπέτυς Αρβανίτη η οποία
έχει προσφέρει τόσα πολλά στο θέατρο κι ας μην της έχει απονεμηθεί ο τίτλος του
Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής από το γαλλικό κράτος. (απονεμήθηκε στη Ντενίση)
Ποιοι είναι όμως εκείνοι που θα κάνουν τον κόπο να πάνε σ’
ένα τέτοιο θέατρο; Στο θέατρο αυτό δεν θα πάνε δύο πούλμαν από τα Ψαχνά.[i]
Οι άνθρωποι δεν θα είναι ντυμένοι με γούνες. Δεν θα συζητούν όλη την εβδομάδα
για την έξοδο της Κυριακής. Δεν θα πάνε σε ένα θέατρο χιλίων θέσεων. Δε θα δουν
μία παράσταση με κινούμενα σκηνικά, με δεκάδες τουαλέτες επί σκηνής, με το
χρήμα να φωνάζει από πίσω. Οι άνθρωποι που θα πάνε σ’ ένα τέτοιο θέατρο, μόλις
και μετά βίας θα συμπληρώσουν ένα μικρό πούλμαν. (πάντα από τα Ψαχνά) Θα είναι
στην πλειονότητά τους γυναίκες. Ντρέπομαι για το φύλο μου την ώρα που το λέω, μα
αυτή είναι η αλήθεια. Δε φωνάζουν όλη τη βδομάδα για το πού θα πάνε την
Κυριακή, αλλά συνεννοούνται μεταξύ τους με συνωμοτικά νοήματα. Δεν κάθονται αναπαυτικά στις πολυθρονάρες του
Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» αλλά σ’ αυτές της οδού Κυκλάδων. Ένα
κυκλικό θέατρο που θυμίζει περισσότερο αρένα. Κάθονται ακροπατώντας στις μύτες
των ποδιών με τις γροθιές σφιγμένες. Γιατί παρακολουθούν τους «Δανειστές» του
Στρίντμπεργκ ή σε πρώτη παρουσίαση στην
Ελλάδα τη νατουραλιστική «Εβριάνα» του Λαρς Νορέν. Τα σκηνικά και τα κοστούμια
είναι λιτά, γιατί ο «άγιος» (κατά Γκροτόφσκι) ηθοποιός και όχι ο
«εκπορνευμένος» (ό.π.) λάμπει από μέσα προς τα έξω, δε λάμπουνε τα ρούχα του
αντί γι’ αυτόν. Δεν έχει μία πλούσια γκαρνταρόμπα την οποία επιδεικνύει επί
σκηνής, γιατί η σκηνή δεν είναι πασαρέλα.
Είναι μερικά «παιδιά» στην Αθήνα. Φοιτητές ή απόφοιτοι
σχολών θεάτρου. Γυρίζουνε στο δρόμο και
μαζεύουνε θεατές. Ύστερα πάνε στο σπίτι τους, όπου ανοίγουν τη συρόμενη πόρτα
στο σαλόνι και παρουσιάζουνε την παράστασή τους. Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν
υπάρχουνε κοστούμια, μόνο τα δύο απαραίτητα στοιχεία της αφαίρεσης.[ii]
Ο θεατής και ο ηθοποιός. Ο ένας που τρέφει την ψυχή του και ο άλλος που την
καίει.
Σ.Π.Παπασηφάκης
[i]
Ως υπεύθυνος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης
στα Ψαχνά έχω διοργανώσει αρκετές επισκέψεις με πούλμαν σε θέατρα της
Αθήνας.
[ii]
Γέρζι Γκροτόφσκι. Για ένα φτωχό θέατρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου