Παντελής Χορν
Βιογραφία
Ο Παντελής Χορν ήταν γιος του Αυστριακού Δημήτρη Χορν και
της Ματίνα Κουντουριώτη. Γεννήθηκε στην Τεργέστη στα 1881. Σε ηλικία εφτά ετών
εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Το
1899 αποφοίτησε από τη σχολή Ναυτικών
Δοκίμων και υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό έως το 1919, οπότε μετετάχθη στο
Λιμενικό Σώμα. Αποστρατεύθηκε το 1926 με το βαθμό του υποναυάρχου.
Το πρώτο του έργο (Ανεχτίμητο) το έγραψε όταν ήταν
αξιωματικός του Π.Ν. για το οποίο μάλιστα πέρασε από ναυτοδικείο για «προσβολή
της δημόσιας ηθικής». Στα τριάντα χρόνια της παρουσίας του στα θεατρικά δρώμενα
της χώρας, ευτύχησε να δει στη σκηνή πάνω από τριάντα έργα του. Από αυτά
σώζονται σήμερα εννέα πολύπρακτα: (Το Ανεκτίμητο – 1906, Οι Πετροχάρηδες –
1908, Μελάχρα – 1909, Το Φιντανάκι – 1921, Η Νταλμανοπούλα – 1923, Ο Σέντζας –
1925, Φλαντρώ – 1925, Το Μελτεμάκι – 1927 και Ζωή και παραμύθι -1937) καθώς και
τέσσερα μονόπρακτα: (Ο Ξένος – 1906, Το τίμιο σπίτι – 1908, Ο Πρόξενος – 1931
και Η Εύα – 1931-32).
Ο Χορν δέχθηκε ποικίλες επιδράσεις, αρχικά από το Νίτσε και
τον Ίψεν, από το συμβολισμό και το νατουραλισμό αργότερα και τέλος από τον
Πιραντέλο και το σύγχρονο ψυχολογικό δράμα. Η δραματουργία του παρουσιάζει
τέτοια πολυμορφία, που δυσκολεύει τους μελετητές του να τον κατατάξουν με
ευκολία σε κάποιο είδος. Ο Μήτσος Λυγίζος υποστηρίζει ότι ο Χορν καταξιώθηκε με
τη νατουραλιστική ηθογραφία, ενώ ο Γιάννης Σιδέρης υποστηρίζει ότι «με το
Φιντανάκι, ο Χορν έγινε ο πατέρας για πάρα πολλά θεατρογραφήματα, αυτά που
ονομάζονται συλλήβδην ηθογραφίες».
Αξιολογότερες στιγμές της δραματουργίας του, σύμφωνα με τους
περισσότερους κριτικούς του Θεάτρου, αποτελούν η νατουραλιστική ηθογραφία «Το
Φιντανάκι» και η αισθηματική κομεντί «Το Μελτεμάκι», ενώ κατ’ άλλους (Άλκης
Θρύλος) «Ο Σέντζας».[i]
Πέρα από το Θέατρο ο Παντελής Χορν ασχολήθηκε επαγγελματικά
με τη δημοσιογραφία και ιδιαίτερα με το χρονογράφημα. Από το 1921 έως το 1937
με τα ψευδώνυμα Μώμος, Συντάκτης, Εργολάνος αλλά και επωνύμως συνεργάστηκε με
τις εφημερίδες Ελεύθερος Λόγος, Ελεύθερον Βήμα, Εσπερινή, Εμπρός, Βραδυνή κ.α.
Δημοσίευσε επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα σε περιοδικά.
Πέθανε στην Αθήνα το 1941.
Το Φιντανάκι[ii]
Από τις 17 Σεπτεμβρίου 1921 έως τις μέρες μας το Φιντανάκι
έχει διαγράψει λαμπρή πορεία, έχει μπει στο ρεπερτόριο πολλών θιάσων,
γνωρίζοντας, μέχρι τον πόλεμο τουλάχιστον, αναρίθμητες επαναλήψεις. Η αλήθεια
είναι ότι πρέπει να υπάρχει ειδικός λόγος που να δικαιολογεί την επανεμφάνιση ενός
έργου στις αίθουσες. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τη μακρά απουσία του από
αυτές και τον κίνδυνο να λησμονηθεί πλήρως ή την εμφάνισή του κάτω από ένα
διαφορετικό οπτικό[iii]
πρίσμα ή διαφορετική σκηνοθετική ματιά. Δεν υπάρχει λόγος
δηλαδή να ανέβει ξανά ένα έργο και να έχουμε μία φωτογραφική αποτύπωσή του, μόνο
και μόνο γιατί τα έφερε στο ταμείο. Από την άλλη όμως πόσα έργα του ελληνικού
ρεπερτορίου μας δίνουν αυτό που εννοούμε με τη λέξη θέατρο και μας μπολιάζουν
τη συγκίνηση που αυτό το έργο μας μπολιάζει.
Ηθοποιοί όπως η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη ή η Βάσω
Μανωλίδου ερμήνευσαν το ρόλο της Τούλας, ο Αλέξης Μινωτής, ο Κώστας Μουσούρης
ζωντάνεψαν το Γιάγκο, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Χριστόφορος Νέζερ ή ο Μίμης
Φωτόπουλος το Γιαβρούση.
Το Φιντανάκι ανέβηκε για πρώτη φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 1921
από το θίασο της Κυβέλης με τον Αιμίλιο Βεάκη και τη Σαπφώ Αλκαίου.
Βραβεύθηκε στον Ζ΄ Αβερώφειο δραματικό διαγωνισμό. (1922)
Τυπώθηκε στις εκδόσεις της εφημερίδας «Ελληνική». Μετά τη
θεατρική του επιτυχία ο Χορν το έκανε μυθιστόρημα[iv]
και μπήκε σε συνέχειες (6 Φεβρουαρίου – 27 Μαΐου 1922) στο «Ελεύθερο Βήμα». Την
άλλη χρονιά (1923) εκδόθηκε από δύο εκδότες (Λαδίκας – Βιλούλης και Βασιλείου)
Ανέβηκε το 1929 από το θίασο Ελλήνων Καλλιτεχνών με τον
Αιμίλιο Βεάκη και τη Σμαρώ Βεάκη.
Τον Ιανουάριο του 1934 στο Εθνικό Θέατρο με τον Αιμίλιο
Βεάκη, τη Σαπφώ Αλκαίου, τη Βάσω Μανωλίδου και την Κατίνα Παξινού.[v]
Το Νοέμβριο του 1944 στο θέατρο Ρεξ με το Χρίστο Τσαγανέα,
τη Ρίτα Μυράτ, τη Νίτσα Τσαγανέα και το Δημήτρη Μυράτ.
Το 1947 έγινε οπερέτα.
Στα 1955 κινηματογραφική ταινία με τον Ορέστη Μακρή.
Το 1989 ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Μίμη
Κουγιουμτζή με το Βάσω Ανδρονίδη και τη Σούλα Αθανασιάδου.
Στην τηλεόραση παρουσιάσθηκε από «Το θέατρο της Δευτέρας» στις
31-1-1977 και σε επανάληψη στις 28-1-1980 με το Χρήστο Δαχτυλίδη στο ρόλο του
κυρ-Αντώνη και την Άνυ Λούλου στο ρόλο της Τούλας.
Στο παρόν κείμενο δεν φιλοδοξούμε να αναφέρουμε όλες τις παραστάσεις
του έργου αυτού, πράγμα ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο. Πιστεύουμε όμως ότι δεν
παραλείψαμε τους μεγάλους σταθμούς της διαδρομής, ενός σπουδαίου θεατρικού
έργου ενός εξίσου σπουδαίου δημιουργού.
[i]
Ο Σέντζας θεωρείται σημαντικό έργο, αλλά
μετά το σκάνδαλο που δημιούργησε στην εποχή του για το τολμηρό του θέμα
παρέμεινε στην αφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι στην αφίσα της πρώτης παράστασης
στο Θέατρον Κεντρικόν, την Παρασκευή 22 Μαΐου 1925, από το θίασο Βεάκη – Νέζερ,
υπήρχε κείμενο το οποίο «ειδοποιούσε» τους θεατές ότι «το έργον εκ της φύσεώς
του ελευθεριάζει». Χρειάστηκε να περάσουν
77 χρόνια για να ξανανεβεί στη
Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (8-11-2002).
[ii]
Το έργο αυτό το δουλεύαμε όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1991 με φοιτητές
στο ΤΕΙ Χαλκίδας, στα Ψαχνά. Δυστυχώς το καλοκαίρι αποχώρησαν πολλοί από τη
Θεατρική Ομάδα και δεν καταφέραμε να το ανεβάσουμε.
[iii]
Κατά πολλούς «Το Φιντανάκι» αποτέλεσε τον πρόδρομο της Αυλής των Θαυμάτων του
Καμπανέλη.
[iv]
Θα ήταν πολύ χρήσιμο να δούμε αυτή την έκδοση αλλά δεν γνωρίζω αν υπάρχει κάπου.
[v]
Υποστηρίχθηκε από μερίδα κριτικών ότι η παράσταση αυτή αποτελούσε την οριστική
άποψη του έργου. Είναι αλήθεια ότι δεν ευτύχησε έκτοτε να έχει τόσο καλούς ηθοποιούς
στο καστ αλλά και το Φώτο Πολίτη σκηνοθέτη. Ωστόσο αυτό από μόνο του ήταν
προσβλητικό για το θεατρικό μας μέλλον. Το θεατρικό κείμενο είναι από μόνο του
μία πρόκληση και σαν τέτοια πρέπει να τη βλέπουμε. Πρέπει σε κάθε ευκαιρία να αναμετρόμαστε
μαζί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου