Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Ερρίκος Ίψεν


Ερρίκος Ίψεν
Ο Ίψεν και η εποχή του[i]

Η συμβολή του Ίψεν στην εξέλιξη του θεάτρου είναι τεράστια Δεν τον χαρακτηρίζει μόνον η τόλμη
να εμφανίσει στη σκηνή θέματα ανομολόγητα ακόμη και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της εποχής του, αλλά να δημιουργήσει ρεύματα και σχολές της θεατρικής τέχνης και να καθιερωθεί ως ο εγκυρότερος εκφραστής τους.
Ο Χένρικ Ίψεν θεωρείται σήμερα ως ο πρώτος ρεαλιστής θεατρικός συγγραφέας. Αυτός είναι που άνοιξε το δρόμο στο ρεαλισμό για να ακολουθήσουν μετά εξίσου μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ και ο Γκέραρντ Χάουπτμαν.
Μέχρι το 1870 περίπου είχαν γίνει στη ρεαλιστική θεατρική λογοτεχνία αρκετοί πειραματισμοί. Μέχρι τότε καμία αναμφισβήτητη μεγαλοφυΐα δεν είχε εμφανιστεί σ’ αυτή την τεχνοτροπία. Δεν είχε γίνει καμία απόπειρα να ξεδιαλεχτεί μέσα από τις διάφορες μορφές που πήρε το νέο δράμα και να καθιερωθεί μία και μόνη μορφή που να ανταποκρίνεται τέλεια στις απαιτήσεις της εποχής. Ωστόσο ήταν πια ώριμος ο καιρός για την εμφάνιση μια τέτοιας μεγαλοφυΐας και για ένα τέτοιο έργο επιλογής. 
Ο Ζολά είχε ήδη προσφέρει ένα νατουραλιστικό πρότυπο, Απ’ την άλλη μεριά ο Σκριμπ και ο Σαρντού όσο και να περιφρονήθηκαν από τα ανώτερα πνεύματα του θεάτρου, δίδαξαν τους ανθρώπους πώς είναι δυνατόν η καθημερινή γλώσσα και τα συνηθισμένα περιστατικά της ζωής τους να πάρουν γοητευτική μορφή στη σκηνή.

Εκείνα τα χρόνια, τα τελευταία του αιώνα, η σκηνή αποκτούσε τέτοιο εξοπλισμό, που γινόταν ικανή να παρουσιάσει ρεαλιστικά σκηνικά πολύ περισσότερα απ’ ότι μπορούσε να παρουσιάσει πρωτύτερα. Ο φωτισμός με το φωταέριο , που είχαν αρχίσει γύρω απ’ τα 1820 να τον μεταχειρίζονται, έμεινε πρωτόγονο μέσο για πολλά χρόνια.  Ανάμεσα όμως στα 1870 με 1910 κάνανε κάμποσες τελειοποιήσεις και χρησιμοποίησαν καλύτερους τρόπους για να κανονίζουν το φωτισμό. Έτσι μπόρεσαν να πετύχουν τα περισσότερα από τα αποτελέσματα που επιδίωκαν οι σκηνοθέτες. Κι όταν ήταν να τελειώσει αυτή η περίοδος, ήρθε το ηλεκτρικό φως και σιγά σιγά αντικατέστησε το παλαιότερο φωτιστικό σύστημα. Έτσι έγινε ακόμα πιο εύκολο να κανονίζεται ο φωτισμός. Και λίγο λίγο την πατροπαράδοτη συνήθεια να μεταχειρίζονται πλαϊνές εξέδρες και στο πίσω μέρος της σκηνής να κρεμούν ζωγραφιστούς μπερντέδες την αντικατέστησαν με σκηνικά κατάλληλα, εσωτερικά σπιτιών και ύπαιθρα. Όταν καταργήθηκε σε πολλά θέατρα το σύστημα του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου και δεν ήταν αναγκασμένοι κάθε μέρα να αλλάζουν έργο, μπόρεσαν να περιποιηθούν περισσότερο τα σκηνικά.
Αρχείο ΕΘνικού Θεάτρου
Αξίζει να αναφέρουμε ιδιαίτερα κι άλλη μία καινοτομία αυτής της εποχής. Το ρεαλισμό είναι φανερό πως τον λαχταρούσε το κοινό. Και τις σκοτεινές χαρές που μπορούσε να προσφέρει ο ρεαλισμός στο θεατή τις εκμεταλλεύτηκαν σε όλες τις χώρες. Το δυστύχημα είναι πως στα περισσότερα κέντρα της θεατρικής δράσης, μερικοί από τον ενθουσιασμό τους προχώρησαν πιο πέρα από τη μεγάλη μάζα των συγχρόνων τους. Κι έτσι γύρω στην τελευταία δεκαετία του αιώνα, άνοιξε πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε κείνο που οι συνηθισμένοι θεατές ήταν έτοιμοι να δεχτούν και σε κείνο που τα πιο φλογερά και ανυπόμονα πνεύματα ποθούσαν να επιβάλουν στο θέατρο.  Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δημιουργία του ανεξάρτητου θεάτρου. Το ανεξάρτητο θέατρο της εποχής εκείνης δεν ανέδειξε μεγάλα ονόματα, προλείανε όμως το έδαφος για τους νέους μεγάλους δραματουργούς που έρχονταν, τον Ίψεν, τον Στρίντμπεργκ, τον Χάουπτμαν τον Μπέρναρ Σω.
Το νορβηγικό θέατρο πριν τον Ίψεν δεν είχε να επιδείξει τίποτε. Ο Ίψεν το έβγαλε από την ανυποληψία και του έδωσε μια θέση ανώτερη, ώστε να γίνει ικανό να ανταγωνιστή θέατρα με μακρόχρονη παράδοση και κληρονομιά.
Ο Χένρικ Ίψεν γεννήθηκε στο Skien της Νορβηγίας το 1828. Ήταν το δεύτερο παιδί ενός εύπορου επιχειρηματία. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1830, ο πατέρας του καταστράφηκε οικονομικά, η οικογένεια μετακόμισε στο Βενστεπ, όπου έμεινε τα επόμενα οκτώ χρόνια. Η απομάκρυνση από το οικείο του περιβάλλον και το αίσθημα μείωσης που συνόδευε το γεγονός αυτό οδήγησαν τον ήδη εσωστρεφή νεαρό στην αναζήτηση διεξόδων μέσα στην ονειροπόληση, στο διάβασμα και στο κουκλοθέατρό του. Το 1844 πήγε στο Γκρίμστατ όπου εργάστηκε μαθητευόμενος σε φαρμακείο. Προτού γίνει ακόμη δεκαοκτώ χρονών απέκτησε παιδί με μία υπηρέτρια που δούλευε στο σπίτι του. Επί δεκατέσσερα χρόνια συντηρούσε το γιο του, το γεγονός όμως έμεινε μυστικό και αποτελούσε μία σκοτεινή πλευρά της ζωής του. Τον ελεύθερο χρόνο μελετούσε για τις εισαγωγικές εξετάσεις του και ταυτόχρονα έγραφε. Το πρώτο του δράμα, ο Κατιλίνας δε δημιούργησε και μεγάλο θόρυβο όταν εκδόθηκε. Αναφερόταν στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην ικανότητα και την επιδίωξη,  τη θέληση και τη δυνατότητα που είναι ταυτόχρονα η τραγωδία και η κωμωδία της ανθρωπότητας και του ατόμου.
Το 1850 εγκαταστάθηκε στη Χριστιανία, στο σημερινό Όσλο. Εκεί πέρασε δεκαοκτώ στερημένους μήνες. Παρακολούθησε φροντιστήριο, αλλά δεν πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις κι έτσι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η εγγραφή του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία η οποία του εξασφάλισε ένα ταπεινό αλλά αναγκαίο εισόδημα.
Το 1851 του προσφέρθηκε μία θέση αρχικά δραματικού συγγραφέα στο νορβηγικό θέατρο του Μπέργκεν, που μόλις είχε ιδρυθεί. Με την ιδιότητα αυτή αναλάμβανε την υποχρέωση να γράφει κάθε χρόνο ένα καινούριο έργο για να παίζεται στις 2 Ιανουαρίου, επέτειο της ίδρυσης του θεάτρου. Σχεδόν αμέσως όμως, άρχισε να συμμετέχει και στη σκηνοθεσία. Ήταν από ιδιοσυγκρασία πολύ συγκρατημένος για να γίνει καλός σκηνοθέτης.
Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία των πρώτων εκείνων χρόνων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η περιοδεία που έκανε για λόγους επιμόρφωσης στη Δανία και τη Γερμανία το 1852, πλούτισε εξαιρετικά το μετέπειτα έργο του. Η ιστορία μπορεί να το βεβαιώσει, ότι πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες, είχαν στην αρχή της καριέρας τους παταγώδη αποτυχία,  δυσανάλογη με τη μετέπειτα εξέλιξή τους. Κατά το διάστημα αυτό συμμετείχε στην παραγωγή περίπου 145 διαφορετικών έργων. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και πέντε δικά του τα οποία όμως δε σημείωσαν αξιόλογη επιτυχία. Το 1856 αρραβωνιάστηκε τη Σουζάνα Θόρενσεν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να παντρευτούν προτού περάσουν άλλα δύο χρόνια. Ο γιος τους Σίγκουρντ γεννήθηκε το 1859.
Το Σεπτέμβριο του 1857, ο Ίψεν επέστρεψε στη Χριστιανία  και έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του εκεί νορβηγικού θεάτρου. Το θέατρο αυτό που δε βρισκόταν ποτέ σε καλή οικονομική κατάσταση, ήταν αναγκασμένο για να επιβιώσει να περιλαμβάνει στο ρεπερτόριό του πολλές φάρσες και έργα  βωντεβιλ (vaudeville – ελαφρά κωμωδία), τα οποία δεν προσέφεραν όμως πολλές προοπτικές σε ένα φιλόδοξο καλλιτέχνη. Έτσι το 1862, το θέατρο καταστράφηκε οικονομικά και ο Ίψεν αναγκάστηκε να δουλέψει προσωρινά ως λογοτεχνικός σύμβουλος στο θέατρο της Χριστιανίας με ένα γλίσχρο μισθό. Τα έργα που έγραψε την εποχή εκείνη, στέκονται λογοτεχνικά σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από τα προηγούμενα. Το 1863 του δόθηκε μια μικρή κρατική υποτροφία, μ’ αυτήν πλήρωσε όσα χρέη μπορούσε κι έφυγε για την Ιταλία. Πίσω του άφησε τα χρέη, την αδιαφορία και την εχθρότητα. Άργησε να καταλάβει ότι για να αναγνωριστείς στην πατρίδα σου, πρέπει να φύγεις μακριά της τόσα χρόνια, που όταν γυρίσεις, να μην είσαι παρά ένας ξένος για τους συμπολίτες σου.
Τα είκοσι εφτά χρόνια που ακολούθησαν τα έζησε κυρίως στη Ρώμη, τη Δρέσδη και το Μόναχο. Στη Νορβηγία ξαναγύρισε το 1874 και το 1885 μα μόνο σαν επισκέπτης.
Στα επόμενα χρόνια σημειώθηκε μια βαθιά τομή στη σταδιοδρομία του. Μπαίνουμε στην ώριμη δραματουργία του Ίψεν με τα έργα του Μπραντ και Πεερ Γκυντ. Και τα δύο αυτά έργα είναι, κατά κάποιο τρόπο, έργα πολεμικής κατά του περιορισμένου ορίζοντα –όπως πίστευε- της νορβηγικής ζωής και του εφησυχασμού του νορβηγικού χαρακτήρα. Αφού έμεινε τέσσερα χρόνια σχεδόν στη Ρώμη, το 1868 εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη, όπου έμεινε ως το 1857. Εκεί δημοσίευσε το διπλό δράμα του «Ο αυτοκράτωρ και ο Γαλιλαίος»
Το 1875 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, αλλά προς το τέλος του φθινοπώρου του 1878 γύρισε πάλι στη Ρώμη όπου έμεινε οριστικά, εκτός από ένα πολύ μικρό διάλειμμα, έως το 1885. Το 1877 έγραψε «τα στηρίγματα της κοινωνίας» και το 1879 «το κουκλόσπιτο». Το 1881 δημοσιεύθηκαν «οι βρυκόλακες»[ii] το πιο γνωστό και ίσως και το καλύτερο έργο του. Οι βρυκόλακες, κατά τα λεγόμενα του ίδιου, είναι έργο πιο ακραίο από τα δύο προηγούμενα τα οποία όμως αποτέλεσαν ένα είδος προετοιμασίας ή εισαγωγής γι’ αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο αυτό συνδέθηκε με τη γέννηση του «ανεξάρτητου» θεάτρου στην Ευρώπη. Της Ελεύθερης Σκηνής στο Βερολίνο, του Ελεύθερου Θεάτρου στο Παρίσι και του Ανεξάρτητου Θεάτρου στο Λονδίνο, καθένα από τα οποία είχαν επιλέξει τους Βρυκόλακες ως εναρκτήριο έργο. Στο έργο αυτό το πρόβλημα του συγγενούς αφροδίσιου νοσήματος, γίνεται σύμβολο των ηθικών ασθενειών, οι οποίες κληροδοτούνται από το παρελθόν και σκοτώνουν τους ζωντανούς. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ ολόκληρο το έργο, η ασθένεια αυτή δεν αναφέρεται με το όνομά της αλλά υπονοείται. Οι αρνητικές αντιδράσεις που προκάλεσαν οι  βρυκόλακες στο κοινό και τους κριτικούς της Νορβηγίας, και όχι μόνο,[iii] φαίνεται ότι αποτέλεσαν το έναυσμα για την έμπνευση των τριών επόμενων έργων του. «Ένας εχθρός του λαού» 1882, «Η αγριόπαπια» 1884 και «Ρόσμερσχολμ» 1886.
Πριν από την επιστροφή του στη Νορβηγία ο Ίψεν συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια μακριά από το σπίτι του, κυρίως στο Τιρόλο. Εκεί το 1889, έκανε τη γνωριμία τόσο της νεαρής Χελένε Ραφ από το Μόναχο, που έγινε τακτικός θαμώνας της οικογένειας, κάτι που ερέθιζε τη ζήλεια της γυναίκας του, όσο και της Έμιλυ Μπάρνταχ, μιας δεκαοχτάχρονης κοπέλας από τη Βιένη, για την οποία ο Ίψεν έλεγε αργότερα ότι ήταν ο μαγιάτικος ήλιος στο Σεπτέμβρη της ζωής του. Είναι δύσκολο ωστόσο να προσδιορίσει επακριβώς κάποιος, ποια ακριβώς σημασία είχαν για το συγγραφέα αυτές οι σχέσεις με νεαρές αφοσιωμένες γυναίκες. Ένα προσεκτικό μάτι διακρίνει ίσως τα ίχνη τους στην Έντα Γκάμπλερ και στον Αρχιμάστορα Σόλνες.
Είναι θανατηφόρο αμάρτημα για ένα καλλιτέχνη να ερωτεύεται μόνο μία φορά. Θανατηφόρο όχι τόσο για την καρδιά, όσο για την τέχνη του. Το να ζει ένας καλλιτέχνης με μία μόνο γυναίκα, είναι σα να ερωτεύεται μία μέλισσα ένα μονάχα άνθος. Ένας Θεός ξέρει τι μέλι θα βγάλει ή τι έργα θα γράψει. Ο καθηγητής της σημειολογίας Ουμπέρτο Έκο έλεγε για τον Λένιν. «Να γιατί έγραψε έργα σαν το «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός», γιατί όλη του τη ζωή την πέρασε με την ίδια γυναίκα.»
Το 1891 ο Ίψεν, παγκόσμια διάσημος πλέον επέστρεψε στη Χριστιανία. Ο κύκλος είχε κλείσει. Εκεί έγραψε τα τελευταία του έργα:  «Η κυρά της θάλασσας», «Έντα Γκάμπλερ», «Ο μικρός Έυολφ», «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» και   «Όταν ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς»
Το 1901 παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Λίγες μέρες πριν το θάνατό του (28 Μαΐου 1906) εξέφρασε μερικές λέξεις ευγνωμοσύνης στη σύζυγό του. Στον τάφο του έστησαν μία αξίνα, που συμβολίζει εκείνον που έσκαψε βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή όσο κανένας άλλος.

Σ.Π.Παπασηφάκης


[i] Το αρχικό σχέδιο αυτού του κειμένου παρουσιάσθηκε το 1992 στο «Ράδιο Χαλκίδα» στην εκπομπή για το Θέατρο που επιμελείτο και παρουσίαζε ο υπογράφων με τίτλο «Δρόμοι του Θεάτρου».
[ii] Οι τίτλοι των έργων και η ορθογραφία (Βρυκόλακες- Βρικόλακες) είναι όπως έχουν κυκλοφορήσει ή έχουν παιχθεί στην Ελλάδα.
[iii] Το 1898, ο Ίψεν προσκλήθηκε σε δείπνο με τον βασιλιά  Όσκαρ Β΄ της Σουηδίας, ο οποίος του τόνισε ότι «Οι Βρυκόλακες» είναι ένα κακό έργο, για να πάρει την απάντηση: «Μεγαλειότατε, έπρεπε να γράψω ένα έργο σαν τους Βρυκόλακες»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου