Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Ο επαίτης

Ήταν Γενάρης του 2017. Ο χειμώνας δεν είχε κάμει στα γεμάτα την εμφάνισή του ακόμη. Μας κορόιδεψε στην αρχή, για να μας ξεγελάσει, κάνοντας μερικές λιακάδες κατ’ εντολή του Δία, για να
γεννήσουν τα αυγά τους οι αλκυόνες και να επωαστούν από τη ζέστη μέσα στους βράχους όπως λέει η μυθολογία. Ύστερα μας έδειξε το αληθινό του πρόσωπο. Ξεκίνησε με βροχή. Ψιλή ψιλή έπεφτε για μέρες και μας μούχλιασε. Κατέβηκε στη γη λίγη λίγη ίσα για ν’ ανέβουνε τα χόρτα. Μετά δυνάμωσε κι αφού η γη ήπιε αρκετά, άρχισε να τρέχει στους δρόμους κάνοντας νεροσυρμές, οι οποίες έμπλεκαν με άλλες κι ορμητικές έφταναν έως την πόλη κάτω. Το τσιμεντένιο χαντάκι που είχε φτιάξει ο Δήμος για να τραβά τα βρόχινα νερά γέμισε ως απάνω. Σε πολλά μέρη όπου είχανε στοιβαχτεί φερτά υλικά πήδαγε κι έπεφτε στα διπλανά χωράφια.
Αφού τελειώσαμε με τη βροχή ενέσκηψε βαρύς πλέον χειμώνας. Σιβηρικός. Μέσα σε μια νύχτα πυκνές νιφάδες χιονιού κάλυψαν όλους τους δρόμους και τις στέγες των σπιτιών. Τα τζάκια κάπνιζαν στο φουλ λερώνοντας το λευκό τοπίο προσπαθώντας να κρατήσουνε τα σπίτια ζεστά. Από το πάνω πάτωμα, στο οποίο έμενα παλιά και τώρα το έχω ως αποθήκη, κρέμονταν ως χειμερινό παγωτό μεγάλοι σταλακτίτες, μυτεροί σαν δόρατα, οι οποίοι έφταναν και το μισό μέτρο. Στους δρόμους
κυκλοφορούσαν πλέον μόνο οι πολύ γενναίοι. Τα πουλιά πετούσαν χαμηλά κι έψαχναν μέρος ν’ απαγκιάσουν. Τότε ήταν που η γυναίκα μου, μου σύστησε να πετώ τα ψίχουλα στο πίσω αυλιδάκι, όπου έρχονταν οι σπουργίτες και τσιμπολογούσαν. Εκείνη έβγαινε έξω κι αφού έτριβε ολόκληρες φέτες, έπαινε μέσα με τα μάγουλα ροδοκόκκινα. Μεγαλωμένη ίσως με το παλαιό αναγνωστικό, θυμόταν φαίνεται το ανάγνωσμα εκείνο με το σπουργίτι που χτυπούσε το παράθυρο για να το ταΐσει το φιλόστοργο παιδάκι. Δε μας λέγανε τότε για τ’ άλλα παιδιά, τα αλάνια, που στήνανε τις ξόβεργες και δεν αφήνανε πουλί για πουλί.

Διά του λόγου το αληθές
Όλα αυτά θυμήθηκα φέτος, το Γενάρη του ενεστώτος έτους. Πήγα να αδειάσω το τραπεζομάντιλο έξω στην μπροστινή αυλή, όταν η συνείδησή μου, με τη φωνή της γυναίκας μου, μου υπενθύμισε τα σπουργίτια. Το άδειασα λοιπόν στο πίσω αυλιδάκι κι εντός ολίγου ένα σπουργίτι έκανε την εμφάνισή του κι άρχισε να πλησιάζει. Την ίδια στιγμή και προς μεγάλη μας έκπληξη, ένα γεράκι κατέβηκε με μεγάλη ταχύτητα και προσγειώθηκε πάνω στην πλάτη του φτωχού ρακοσυλλέκτη. Το άδραξε με τα γαμψά του νύχια και πολύ γοργά, όπως ακριβώς ήρθε, έφυγε κρατώντας τη λεία του. Για λίγη ώρα απομείναμε έκπληκτοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Δεν είπαμε λέξη. Είναι όμως βέβαιο, λόγο του πολύχρονου συγχρωτισμού, ότι οι ίδιες σκέψεις περάσανε από το μυαλό μας.  Λυπηθήκαμε το σπουργίτι, αν και ο οίκτος είναι η χειρότερη μορφή συμπαράστασης, αλλά ενδομύχως δώσαμε δίκιο και στο γεράκι το οποίο θαυμάζουμε διότι κι αυτό πρέπει να ζήσει. Έχει κι αυτό μερίδιο. Έτσι τα έχει φτιάξει ο Θεός. Η ζωή πολλές φορές είναι σκληρή.

Η πρόγιαγιά μου, όταν έχανε η κόρη της ένα ακόμη παιδί κατά τη γέννα, την ώρα που όλοι έκλαιγαν και θρηνούσαν, έλεγε με ιώβεια υπομονή: «Έχει και ο Θεός μερίδιο παιδί μου!»


Σ.Π.Παπασηφάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου