Ο
κότσυφας και τα παιδιά του
παραμύθι
Ελληνικό
λαϊκό παραμύθι
διασκευή
Σ.Π.Παπασηφάκη
Μια φορά κι
έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που είχε δυο παιδιά. Τα μεγάλωσε με κόπους και
θυσίες. Όταν εγέρασε τα φώναξεν μιαν ημέρα και τους έγραψε όλη του την
περιουσία. Κράτησε μόνο ένα χωράφι που ήτανε δίπλα στο χαμόσπιτό του. Όσο
δύνονταν ο γέρος, το δούλευε, το έσκαβε το καλοκαίρι, το έσπερνε το χειμώνα,
έβαζε λίγα ζαρζαβατικά σε μιαν άκρη, έκανε της χρονιάς του το στάρι. Άμα
παραγέρασε και δε μπορούσε πια να δουλεύει, φώναξε ένα γείτονα και του λέει:
«Έρχεσαι να
σου δώσω το χωράφι να το δουλεύεις και να μου δίνεις κι εμένα ένα μέρος απ’ ότι
βγάζεις να ψευτοζώ»; Δέχτηκε ο γείτονας
και πήρε το χωράφι. Αυτός είχε γίδες, γαϊδούρια, μια γουρούνα. Τα έδενε λοιπόν
εκεί και βοσκάγανε.
Καμιά φορά
περνούσανε τα παιδιά από κει, βλέπανε τα ξένα ζα μέσα στο χωράφι του πατέρα
τους και πικραίνονταν γιατί τάχα δεν τους το’ γραψε κι αυτό.
«Κοίτα να
δεις» έλεγαν, «ο πατέρας μας δεν το δωκε σε μας, μόνο περνούμε και βλέπουμε
μέσα στο δικό μας το βιος τα ξένα ζα να βόσκουνε».
Μια και δυο
λοιπόν επήγαν στον πατέρα τους και του ζήτησαν να τους δώσει το χωράφι.
«Θα σας το
δώσω παιδιά μου», τους είπε «μα θέλω πρώτα να μου κάμετε μια χάρη».
-«Ότι θες
πατέρα», του είπαν τα παιδιά που άρχισαν να ξερογλείφονται.
«Να, θέλω να
μου φέρετε ένα κλουβί με μια κοτσυφίνα μαζί με τα μικρά της».
Τα παιδιά
έκαμαν το θέλημά του κι έφεραν το κλουβί με τα πουλιά.
«Μπράβο», τους
είπε ο πατέρας. «Μόνο βγάλτε τη μάνα από το κλουβί κι αφήστε τη να φύγει. Κι
ελάτε κι εσείς σε μια βδομάδα να σας δώσω το χωράφι».
Έβγαλαν τη
μάνα από το κλουβί κι έφυγαν. Η μάνα τα λυπότανε τα παιδιά. Εγύριζε όλη τη μέρα
να βρει τροφή κι ερχότανε να τα ταΐσει που την περιμένανε χάσκοντας μέσα από τα
κάγκελα.
Σε μια βδομάδα
ήρθανε τα παιδιά. Εκείνα που δεν πατούσανε ποτέ το ποδάρι τους.
«Έ, άιντε
πατέρα! Τη γνώμη σου την κάμαμε. Δώσε μας τώρα το χωράφι».
«Παιδιά μου»,
τους λέει εκείνος «κάμετέ μου άλλη μια χάρη κι ύστερα ότι θέλετε. Βάλτε τώρα τη
μάνα μέσα και βγάλτε τα μικρά έξω. Κι ελάτε σε μια βδομάδα πάλε».
Η μάνα έκατσε
και την πιάσανε και με χαρά εξαναμπήκε στο κλουβί νομίζοντας πως θα’ νε με τα
παιδιά της. Τα μικρά, σαν τα βγάλανε έξω, μια και δυο ανοίξανε τα φτερά τους
και φύγανε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αφήνοντας τη μάνα μοναχή.
Την πρώτη μέρα
έμεινεν νηστική η μάνα, τη δεύτερη μέρα έμεινεν νηστική η μάνα την τρίτη μέρα
εψόφησεν η μάνα.
Σε λίγες μέρες
ήρθανε τα παιδιά σίγουρα πια πως θα πάρουνε το χωράφι.
«Έ, πατέρα»,
του λένε «εδά τελειώσανε τ’ αστεία. Δώσε μας τώρα το χωράφι»
Λέει ο γέρος.
«Αμέτε να
δείτε τι έπαθεν η μάνα. Κι εμένα τα ίδια θα μου κάμετε. Φύγετε και το χωράφι δε
σας το δίνω. Αμέτε στο καλό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου