Μεταμορφώσεις
παραμύθι
Διασκευή:
Σ.Π.Παπασηφάκη
(από το ομώνυμο ποίημα
του Γεωργίου Βιζυηνού)
Κάποτε ήταν μια μάνα που είχε
τέσσερα παιδιά. Τα μεγάλωσε με τον άντρα της με κόπους και
Γεώργιος Βιζυηνός |
Μα της γριάς,
της μάνας των, της έδωκεν η μοίρα άσκημη ευχή. Πέθανε ο γέρος της κι απόμεινε
μόνη στον κόσμο. Όσο τηνε βαστούσανε τα πόδια της πορευότανε και δεν ξέπεφτε
στην ανάγκη των παιδιών της. Μα λίγο λίγο μέρα με τη μέρα κατάπεσε άρρωστη στο
κρεβάτι. Την έζωσαν οι θέρμες και δεν είχε έναν άνθρωπο να της φτιάξει ένα
τσάι. Έτσι παρακάλεσε ένα σπλαχνικό γείτονα να μηνύσει στα παιδιά της να έρθουν
να τη δουν.
-«Πάνε να πεις
του γιόκα μου να’ ρθει να με κοιτάξει γιατί δε μπορώ». Εκείνος επήγε και τον
βρήκε κι έβαζε ξύλα και σύρματα κι έφραζε τ’ αμπέλι του. Του είπε την
παραγγελιά κι εγύρισε άπραγος.
-«Είπε ότι
φράζει τ’ αμπέλι του και δεν έχει καιρό» Κι η μάνα του τον καταράστηκε,
φυτρώσανε οι βάτοι πάνω στο κορμί του κι ο κακογιός εγίνηκε σκαντζόχοιρος.
Άφησε πίσω του τ’ αμπέλια, τα σπίτια, όλα του τα καλά κι επήρε τα βουνά να ζει
με τ’ αγρίμια.
Ύστερα η μάνα
παρακάλεσε το γείτονα να πάει στην κόρη της:
-«Πάνε να πεις
στην κόρη μου να’ ρθει να με κοιτάξει
γιατί δε μπορώ». Σαν επήγε τηνε βρήκε να υφαίνει στον αργαλειό. Της εμήνυσε τα
νέα μα κι από κει εγύρισε άπραγος. «Είπε ότι υφαίνει στον αργαλειό και δεν έχει
καιρό». Μετέφερε στη μάνα τα λόγια της ο γείτονας.
- «Να υφαίνει
και πάντα να βιάζεται, να υφαίνει χωρίς πανί. Ποτέ να μην τελειώνει»
καταράστηκε η μάνα και την κόρη της. Κι από τότε η κόρη εγίνηκε αράχνη και
ματαιοπονεί. Όλη μέρα υφαίνει χωρίς να σταματά,
όλη μέρα στήνει τον ιστό της στ’ απόσκια τα μονοπάτια.
-«Πάνε να πεις
στην άλλη την κόρη
μου να’ ρθει να με κοιτάξει γιατί δε μπορώ».
Η κόρη της
είχε βάλει τη σκάφη κι έπλενε τα ρούχα σαν ήρθε ο γείτονας και της έφερε τα
νέα.
-«Δε μπορώ να
έρθω τώρα, δεν έχω καιρό, έχω ένα σωρό ρούχα να πλύνω» του είπε η δεύτερη κόρη.
«Η σκάφη επάνω
στη ράχη της να γύρει», είπε η μάνα «μόνιμη αλλαγή». Κι από τότε η κόρη εγίνηκε
χελώνα και κουβαλά μέρα νύχτα στην πλάτη της τη σκάφη.
-«Πάνε να πεις
στην στην τρίτη την κόρη μου να’ ρθει να
με κοιτάξει γιατί δε μπορώ».
Πριν καλά καλά
επιστρέψει ο γείτονας η κόρη είχε φτάσει. Είχε αυτή καιρό.
-«Γιατί κόρη
μου έχεις ζυμάρια στα χέρια και αλεύρια στα ρούχα σου»; Ερώτηξε η μάνα την
κόρη.
-«Εζύμωνα
μανούλα μου, μα είδηση επήρα πώς δεν είσαι καλά κι ήρθα να σε ιδώ».
«Ανθόσκονη τ’
αλεύρι σου κι η σκάφη σου κυψέλη. Βρήκες εσύ τον καιρό. Ότι κι αν πιάνεις στα
χέρια σου μέλι να γίνεται, μέλι γλυκερό».
Κι από τότε η
καλο-κόρη μέλισσα εγίνηκε.
Γυρνά σ’ όλα τα
λούλουδα
και σ’ όλα τα’ άνθη
μπαίνει
κι απ’ όλα είναι τα
πλάσματα η πιο ευλογημένη
γιατί έχει την ευχή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου