Oscar Wilde
Η
ζωή και το έργο του
Σ.Π.Παπασηφάκη
(Από το βιβλίο:
Η Μπαλλάντα
της Φυλακής του Ρήντιγγ.
Εκδ. σελίδες)
Ο Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’Φλάερτυ Ουίλς Ουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο,
στις 16 Οκτωβρίου 1854. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Ουίλιαμ Ουάιλντ και της
Τζάκυ Φραντζέσκα Έλτζηλ.
Η επιστήμη βεβαιώνει πως οι άνθρωποι, εκτός του ότι κληρονομούν από τους
γονείς τους τις κύριες γραμμές του προσώπου ή του σώματος, δέχονται και μεγάλη
επίδραση στη διανοητική τους υπόσταση. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι συνέβη και
στην περίπτωση του Όσκαρ Ουάιλντ.

Εκτός από τις ιατρικές, φιλολογικές ή αρχαιολογικές ικανότητες, ο
Ουίλιαμ Ουάιλντ φαίνεται ότι ήταν προικισμένος και με άλλες γιατί όλοι οι
βιογράφοι του αφήνουν να διαφανεί, ότι εκτός από τα νόμιμα παιδιά του είχε και
εξώγαμα (νόθα), γεγονός που η σύζυγος του γνώριζε, μα, παρά το ογκώδες του
σώματος της, ήταν λεπτή ύπαρξη «ανίκανη για ένα αίσθημα ταπεινής ζήλιας».
Σίγουρα
όμως μεγαλύτερη επίδραση ο Όσκαρ Ουάιλντ δέχτηκε από τη μητέρα του. Η Τζαίην
Ουάιλντ είχε αρκετή κλασική μόρφωση, ήταν καλή συνομιλήτρια και αγαπητή στις
παρέες, είχε δε δημοσιεύσει μερικά ποιήματα με το ψευδώνυμο Σπεράντσα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι της άρεσε το φανταχτερό ντύσιμο και η σπάταλη ζωή.
Όλοι οι βιογράφοι αναφέρουν ότι έντυνε μικρό τον Όσκαρ με κοριτσίστικα ρούχα,
επειδή ήθελε να γεννήσει κορίτσι, υπονοώντας ότι αυτό μπορεί να είχε συνέπειες
στην κατοπινή του εξέλιξη, αλλά αυτός ο ισχυρισμός μάλλον στερείται
σοβαρότητας.
Ο μικρός Όσκαρ Ουάιλντ ξεκίνησε τις σπουδές του το 1864, όταν
γράφτηκε στο προτεσταντικό σχολείο του Πόρτυρα. Εκεί πρωτοήρθε σε επαφή με τους
κλασικούς Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, και ιδιαίτερα με τον Όμηρο και το
Βιργίλιο. Τον Οκτώβριο του 1871 μπήκε στο Τρίνιτυ Κόλλετζ του Δουβλίνου. Σαν
μαθητής ήταν πολύ ράθυμος, έτρεφε μεγάλη αντιπάθεια στον αθλητισμό και τα
μαθηματικά, αλλά και στα άλλα μαθήματα δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Θεωρούσε ανάξια κάθε λογής σχολική μόρφωση. Κάποτε είπε: «Τίποτε από όλα όσα
αξίζει να μάθει κανείς δε μπορεί να διδαχτεί», ή ακόμη «μαθαίνουμε τους
ανθρώπους πως να θυμούνται μα ποτέ πως να καλλιεργούνται». Εντούτοις, όταν
ο πατέρας του, του είπε ότι θα τον έστελνε στην Οξφόρδη, έδειξε τι ήταν ικανός
να κάνει, κερδίζοντας μέσα σε δώδεκα μήνες: μια υποτροφία «φαουντέσιον» στο
Τρίνιτυ, το χρυσό μετάλιο του Μπέρκλεϋ για τα ελληνικά κι ένα επίδομα ενενήντα
πέντε λιρών το μήνα για το Μαγκντάλεν Κόλλετζ, στην Οξφόρδη.
Τον
Οκτώβριο του 1874 έγινε δεκτός στο Μαγκντάλεν της Οξφόρδης. Η περίοδος αυτή
της ζωής του ήταν γεμάτη χαρά και ηρεμία. Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει ως ένα
κρίσιμο σταθμό: (Αργότερα θα πει: «Οι δυο κρίσιμοι σταθμοί της ζωής μου,
ήταν όταν ο πατέρας μου μ έστειλε στην Οξφόρδη, κι η κοινωνία στις φυλακές»). Την
εποχή αυτή γνώρισε τους κορυφαίους αισθητικούς Τζων Ράσκιν και Ουώλτερ Πέητερ.
Οι μελετητές του ισχυρίζονται ότι επηρεάστηκε πολύ απ' αυτούς. Ο ίδιος έλεγε: «Οι
μόνοι συγγραφείς που μ’ επηρέασαν είναι: ο Κητς, ο Φλωμπέρ και ο Ουώλτερ
Πέητερ, και πριν τους γνωρίσω είχα κάνει κιόλας περισσότερο από το μισό δρόμο
για να τους προϋπαντήσω».
Ο
αισθητισμός, κατά τον Πέητερ, πρέπει να κοιτάζει όλα τα αντικείμενα της μελέτης
του, όλα τα έργα τέχνης, όλες τις θαυμάσιες μορφές της φύσης και της
ανθρώπινης ζωής, σαν δυνάμεις ικανές να παράγουν ευχάριστα συναισθήματα. Για
τους συγγραφείς που ακολούθησαν την αισθητική του Πέητερ, δεν υπάρχει καλό ή
κακό στην τέχνη. Υπάρχει μόνο ωραίο και άσχημο. Στη λογοτεχνία, ο κύριος
εκπρόσωπος του αισθητισμού ήταν σίγουρα ο Ουάιλντ, ο οποίος «τόλμησε να βάλει
σε πράξη, όσα ο δάσκαλος μόνο φαντάστηκε». Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με
μερικά ποιήματα που δημοσίευσε σκόρπια σε περιοδικά της Ιρλανδίας, ενώ το 1877
δημοσίευσε το πρώτο του δημοσιογραφικό δοκίμιο, σχετικά με την έκθεση της
Γκρόσβενορ Γκάλλερυ. Ένα χρόνο μετά κέρδισε το βραβείο Νιουγκαίητ με το ποίημα
του «Ραβέννα». Είχε περάσει
από την πόλη αυτή, σ’ ένα ταξίδι που είχε κάνει πρόσφατα στην Ιταλία και την
Ελλάδα, κι αυτό τον βοήθησε πολύ.
Το
1879 ο Ουάιλντ επέστρεψε στο Λονδίνο. Από τότε αρχίζει η προσπάθεια για την
επικράτηση του.
σακάκι, παλαιομοδίτικο παλτό, μπαστούνι. Απαραίτητο συμπλήρωμα δε στο όλο ντύσιμο τα λουλούδια που κρατούσε ή τοποθετούσε στη μπουτονιέρα του: κρίνοι, ηλιοτρόπια ή γαρύφαλλα. Όλα αυτά είχαν το λόγο τους, και το πρώτο του βιβλίο η «Βέρα» κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1880 με δικά του έξοδα, και τον Ιούλιο του 1881 κυκλοφόρησε «τα ποιήματα», πάλι με δικά του έξοδα. Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί, κατάλαβε, λοιπόν, πως μόνο αν γινόταν διάσημος, θα έπειθε τους εκδότες να ενδιαφερθούν για τα βιβλία του. Έγινε, λοιπόν, κι αμέσως τους βρήκε όλους πρόθυμους να τα εκδώσουν, μολονότι δεν έλεγαν και πολλά πράγματα. Πίστευε ακράδαντα πως «σ' αυτό τον κόσμο ένα μονάχα είναι χειρότερο απ' το να μιλούν για σένα. Κι αυτό είναι το να μη μιλούν για σένα»[i]. Άρχισε να πηγαίνει από το ένα σαλόνι στο άλλο, από τη μια κοσμική συγκέντρωση στην άλλη. Το ωραίο φύλο, που τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, τον βοήθησε πολύ σ’ αυτή την ανοδική του πορεία. Ωστόσο, η πουριτανή Αγγλία, δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τον δεχτεί. Σχετική είναι η πιο κάτω ιστορία:
Ο λόρδος Γκρίμθορπ, μαθαίνοντας πως ο Ουάιλντ
βρισκόταν σε μια πόλη γειτονική στο κτήμα του, τον κάλεσε σε γεύμα. Οι άλλοι
καλεσμένοι του λόρδου, όταν έφτασε ο Ουάιλντ, άνοιξαν τις εφημερίδες τους, και
βυθίστηκαν στο διάβασμα χωρίς να δώσουν καμιά προσοχή σ’ αυτόν. Ο Ουάιλντ
προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε, πλησίασε τον οικοδεσπότη και άρχισε να
κουβεντιάζει μαζί του, χρησιμοποιώντας όλη τη μοναδική διαλεκτική του
ικανότητα. Σε λίγα λεπτά οι καλεσμένοι μαζεύτηκαν γύρω τους και
παρακολουθούσαν με προσοχή κι ευχαρίστηση τα λόγια του. Όταν τελείωσε το
γεύμα, δεν έμεινε ούτε ένας που να μην
παρακαλέσει το λόρδο Γκρίμθορπ να τον ξανακαλέσει όταν θα έκανε πάλι τραπέζι
στον Ουάιλντ.
Τον
Ιανουάριο του 1882 πήγε στην Αμερική για μια σειρά διαλέξεις για το αισθητικό
κίνημα. Έδωσε πάνω από πενήντα διαλέξεις (κατ’ άλλους, περίπου διακόσιες),
πήγε σχεδόν σε όλες τις πόλεις της αμερικάνικης Συμπολιτείας. Από την άφιξη του
στο τελωνείο είναι και το «Μότα» με το οποίο έγινε ευρύτατα γνωστός ο
Ουάιλντ: «Δεν έχω να δηλώσω τίποτ’ άλλο εκτός από το πνεύμα μου». Στην
Αμερική έμεινε έως την άνοιξη του 1883. Στον ένα χρόνο που παρέμεινε περίπου
εκεί, κέρδισε αρκετά χρήματα και έκανε σπουδαίες γνωριμίες, με κυριότερη αυτή
του Ουώλτ Ουϊτμαν.
Γυρίζοντας
πίσω, πήγε στο Παρίσι για τρεις μήνες. Το Παρίσι το αγαπούσε, αλλά και τον
βόλευε, γιατί η παρισινή κοινωνία δεν ήταν τόσο πουριτανή όσο η λονδρέζικη.
Συνέχισε να ντύνεται εξεζητημένα και να τριγυρνά στους φιλολογικούς και κοσμικούς
κύκλους. Τότε γνώρισε τον Ουγκώ, το Βερλαίν, το Ντωντέ, τη Σάρα Μπερνάρ -μια
από τις γυναικείες αδυναμίες του- η οποία ενσάρκωσε αργότερα τη «Σαλώμη» του, και έναν από
τους κατοπινούς βιογράφους του, τον Ρόμπερτ Σέραρντ.
Το
Μάιο του 1883 επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου δημοσίευσε το θεατρικό του «Η
δούκισσα της Πάδουας». Το Νοέμβριο αρραβωνιάστηκε με την Κόστανς Λόυντ,
και τον επόμενο χρόνο, στις 29 Μαΐου παντρεύτηκαν στην εκκλησία Σαιν Τζαίημς
στο Πάντιγκτον. Η Κόστανς ήταν αξιαγάπητη, λεπτή, χαριτωμένη και υπομονετική
γυναίκα. Μαζί της απέκτησε δυο παιδιά: το Συρίλ το 1885 και το Βίβιαν ένα χρόνο
μετά. Εκείνη την εποχή συνδέθηκε φιλικά με τον Ρόμπερτ Ρος, ο οποίος ήταν πολύ
καλός μαζί του και του στάθηκε στις δύσκολες μέρες. Το Μάιο έγραψε ένα δοκίμιο
με τίτλο «Ο Σαίξπηρ και τα σκηνικά κοστούμια», αργότερα, όταν
δημοσιεύτηκε στους «Στοχασμούς», είχε τον τίτλο «η αλήθεια των προσωπείων».

Είναι
εύλογο ότι μετά το γάμο του θα έπρεπε να κάνει κάποια μόνιμη δουλειά, για ν’
ανταπεξέλθει στα οικονομικά. Η Κόστανς είχε κάποιο μηνιαίο εισόδημα από την
περιουσία της, αλλά αυτό δεν αρκούσε, γνωρίζουμε ήδη πόσο σπάταλος ήταν. Από
την άλλη μεριά όμως, του ήταν αδύνατο να καταπιάνεται πολύ καιρό με το ίδιο
αντικείμενο. Έτσι εξηγείται γιατί έφυγε από τη διεύθυνση του μηνιαίου
περιοδικού “The Woman’
s World, ενώ ήταν απόλυτα
επιτυχημένος, και είχε εξασφαλίσει τις συνεργασίες αρκετά γνωστών γυναικείων
ονομάτων της εποχής.
Στις 20 Ιουνίου 1890 δημοσιεύθηκε στο τεύχος του μηνιαίου
περιοδικού του Λίπινκοτ «Το πορτρέτο τον Ντόριαν Γκρέυ», το Μάρτιο του
1891 δημοσίευσε στη «δεκαπενθήμερη επιθεώρηση» τον πρόλογο του «Ντόριαν
Γκρέν» και τον Απρίλιο κυκλοφόρησε σε βιβλίο με πρόλογο και έξι πρόσθετα
κεφάλαια. Τον Ιούλιο επίσης και το Σεπτέμβριο του 1890 δημοσίευσε στο «19ο
αιώνα» δύο δοκίμια του με τίτλο «Ο κριτικός σαν καλλιτέχνης». Το 1891
δημοσίευσε στη «δεκαπενθήμερη επιθεώρηση» το δοκίμιο του «Η ψυχή του
ανθρώπου στο σοσιαλισμό», ένα πολύ σπουδαίο δοκίμιο, που δεν προσέχθηκε
όμως όσο του άξιζε. Το Νοέμβριο εξέδωσε ακόμη «Το σπίτι με τις ροδιές» και
«Το έγκλημα του λόρδου Άρθουρ Σαβίλ».

Το
1892 ήταν η χρονιά που απογείωσε τον Ουάιλντ. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε από το
θέατρο. Η απαρχή έγινε με το θεατρικό έργο «Η βεντάλια της λαίδης Ουίντερμηρ»,
που ανέβηκε από τον Τζωρτζ Αλεξάντερ στο Σαιν Τζαίημς στις 20 Φεβρουαρίου.
Η επιτυχία του έργου ήταν τεράστια. Ακολούθως ανέβασε στο Χάιμαρκετ το «Μια
γυναίκα χωρίς σημασία» στις 19 Απριλίου 1893 με την ίδια επιτυχία, και τον
Ιανουάριο του 1895 το «Ένας ιδανικός σύζυγος». Η επιτυχία των έργων
αυτών ήταν τέτοια, ώστε τον έκαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα πλούσιο. Για
αρκετό καιρό μετά τις πρεμιέρες, εισέπραττε ποσοστά από τα έργα του.
Αυτό όμως δεν τον ενδιέφερε και πολύ, με την ίδια ευκολία που τα κέρδιζε, με
την ίδια τα σκορπούσε. Εκείνο που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν να μπει στην υψηλή
κοινωνία. «Για να μπεις στην καλύτερη κοινωνία σήμερα, πρέπει ή να ταΐζεις
τους ανθρώπους ή να τους διασκεδάζεις ή να τους σοκάρεις»[ii], έλεγε.
Αυτός τα έκανε και τα τρία. Εκτός όμως απ’ αυτό θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι
ήταν τέλειος συζητητής, πολύ ετοιμόλογος και αρκετά πρωτότυπος. Η παραδοξολογία
μ’ αυτόν άγγιξε τα όρια της τελειότητας. Όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι οι
διάλογοι από τα έργα του, δίνουν αμυδρή εικόνα της ικανότητας που είχε ως
συζητητής. Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα, και όχι μόνο, έχουν
αυτούσια κομμάτια από τις συζητήσεις του. Λένε μάλιστα ότι κατά τη μεταφορά,
από τον προφορικό στο γραπτό λόγο, έχαναν το μισό της αξίας του. Ο Ουάιλντ
χρησιμοποιούσε πολύ το αυτοβιογραφικό στοιχείο στα έργα του. Η προσωπικότητα
του κυριαρχεί παντού. Σε κάθε βιβλίο του τον διακρίνουμε: πότε ως λόρδο Χένρυ,
πότε ως λόρδο Ιλλίνγουορθ. Μερικές φορές δεν του αρκεί μόνο ένα πρόσωπο για να
πει αυτά που θέλει και γι’ αυτό χρησιμοποιεί και δεύτερο (π. χ. Κα ΤΑλλονμπυ,
στο «Μια γυναίκα χωρίς σημασία»). Άλλες φορές πάλι έχουμε μικρές ατάκες
όπου μιλά ο ίδιος και η σπινθηροβόλα κουβέντα του σβήνει σ’ ένα κρεσέντο,
ομοιάζοντας μ’ έναν άνθρωπο που παίζει με τον εαυτό του σκάκι.
Μερικές από τις ιστορίες που έλεγε, και δείχνουν το πόσο ετοιμόλογος
και έξυπνος συζητητής ήταν, είναι οι πιο κάτω:
Ήταν τότε της μόδας να σηκώνονται οι κυρίες πριν από τους κυρίους
από το τραπέζι και να τους αφήνουν μόνους να καπνίσουν. Σε μια δεξίωση,
συνεπαρμένες από τον Όσκαρ, οι γυναίκες έμειναν περισσότερο και έτυχε μια από
τις λάμπες του τραπεζιού ν’ αρχίσει να καπνίζει. «Παρακαλώ κ. Ουάιλντ θα
μπορούσατε να τη σβήσετε, καπνίζει», είπε η οικοδέσποινα. «Ευτυχισμένη
λάμπα», μουρμούρισε ο Ουάιλντ.
Έλεγαν
σ' ένα νεαρό πως, όπως όλοι, θα ’πρεπε να ξεκινήσει από τα πιο χαμηλά
σκαλοπάτια, όταν ο Ουάιλντ τους διέκοψε: «Όχι, ξεκινά από την κορυφή και
βαστάξου γερά εκεί πάνω».
Όταν πέθανε ο Νάρκισσος, τ’ αγριολούλουδα ήταν απαρηγόρητα και
ζήτησαν από το ποτάμι σταγόνες νερού για να τον κλάψουν.
- Κι αν όλες οι σταγόνες
του νερού μου -τους απάντησε το ποτάμι- ήταν δάκρυα, και πάλι δε θα μ’ έφταναν
ούτε και μένα για να τον κλάψω, γιατί τον αγαπούσα.
- Και πώς να μην τον
αγαπάς; είπαν τα λουλούδια, ήταν ωραίος.
- Αλήθεια; Ήταν ωραίος;
Ρώτησε το ποτάμι.
- Και ποιος το ξέρει
αυτό καλύτερ' από σένα; Κάθε μέρα έσκυβε και καθρέφτιζε την ομορφιά του στα
νερά σου...».
- Εγώ τον αγαπούσα -απάντησε
το ποτάμι- γιατί, σαν έσκυβε πάνω μου, έβλεπα να καθρεφτίζονται μέσα στα μάτια
του τα νερά μου...
Ο Χριστός μπήκε στην πόλη και άκουσε θορύβους και γέλια από
πλούσια γλέντια. Σ’ ένα δρόμο βρήκε κάποιον μεθυσμένο πλαγιασμένο σ’ ένα πάγκο.
Άγγιξε απαλά τον ώμο του και τον ρώτησε:
-Γιατί χάνεις την ψυχή σου στο ποτό; Ο άνθρωπος τον κοίταξε και
είπε:
-Ήμουν κάποτε λεπρός και με θεράπευσες. Τι άλλο θα μπορούσα να
κάνω;
Προχώρησε βαθύτερα στην
πόλη και είδε ένα παλικάρι που ακολουθούσε μία πόρνη.
-Γιατί κοιτάζεις αυτή τη γυναίκα με μάτια γεμάτα λαγνεία;
Το παλικάρι τον γνώρισε
και του αποκρίθηκε:
-Ήμουν κάποτε τυφλός και μου ξανάδωσες το φως μου. Τι άλλο θα
έπρεπε να κοιτάζω;
Έτσι ο Χριστός στράφηκε
στη γυναίκα:
-Γιατί
πορεύεσαι στην οδό της αμαρτίας;
Και η γυναίκα του αποκρίθηκε:
Και η γυναίκα του αποκρίθηκε:
-Συγχώρεσες
τις αμαρτίες μου και αυτός ο δρόμος είναι ευχάριστος.
Και ο Χριστός βγήκε από
την πόλη και είδε κάποιο γέρο που θρηνούσε στην άκρη του δρόμου.
-Γιατί
θρηνείς; Τον ρώτησε.
Και ο γέρος αποκρίθηκε:
Και ο γέρος αποκρίθηκε:
-Κύριε,
ήμουν νεκρός και με ξανάφερες στη ζωή. Τι άλλο μπορώ να κάνω από το να θρηνώ;
Οι
μεγάλες επιτυχίες που είχε ο Ουάιλντ στο θέατρο συνοδεύονταν από πολλές
κοσμικές εμφανίσεις. Τον καιρό εκείνο ήταν πραγματικά στο απόγειο της δόξας
του. Το 1893 άρχισε να γράφει το θεατρικό του «Αγία Εταίρα», το οποίο
έμεινε ανολοκλήρωτο. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε επιτέλους το ποίημα του «Σφίγγα».
Το 1895, στις 14 Φεβρουαρίου ανέβηκε στο Σαιν Τζαίημς Θήατερ το έργο του «Τι
σημασία έχει να είναι κανείς σοβαρός». Η «Σαλώμη» κυκλοφόρησε
στ’
αγγλικά σε μετάφραση από τα γαλλικά του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας, ενώ στο θέατρο
ανέβηκε τελικά το Μάρτιο του 1896 στο θέατρο «Έργον» του Παρισιού σε παραγωγή
Λυν Πόε. Είναι πολύ γνωστό -η ιστορία μπορεί να το βεβαιώσει αυτό- ότι όταν οι
άνθρωποι αποκτούν πολύ φήμη ή διαπρέπουν σε κάποιο τομέα, αποκτούν και εχθρούς
και δε χρειάζεται παρά μία ασήμαντη αφορμή για να αρχίσει η «αποκαθήλωσή» τους.
Ο Ουάιλντ είχε αρχίσει να ενοχλεί την αριστοκρατία της εποχής, πρώτα με την
ξαφνική όσο και αναπάντεχη είσοδο του σ’ αυτή, μετά με την προσωπική του ζωή
και ιδιαίτερα με τη σχέση του με το Ντάγκλας και τελευταία με το ίδιο του το
έργο. Με βιβλία όπως «Η ψυχή του ανθρώπου στο σοσιαλισμό» ή ακόμα και,
γιατί όχι, «τα παραμύθια» του δυναμίτιζε την ησυχία των αριστοκρατών.
Περισσότερο απ’ όλους όμως, φαίνεται ότι ενοχλούσε το μαρκήσιο του Κουήνσμπερυ.
Ο
πατέρας του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας, Τζων Σόλτο Ντάγκλας, ένατος μαρκήσιος του
Κουήνσμπερυ, ήταν πολύ βίαιος και αυταρχικός άνθρωπος. Έγινε γνωστός στους
νεώτερους, γιατί στα εικοσιτέσσερα του χρόνια είχε καταφέρει ν’ αλλάξει τη
φυσιογνωμία του μποξ, και να πείσει και την Αγγλία και την Αμερική να δεχτούν
τους κανόνες του, και ν’ αποδεχτούν τη διαφορά βάρους, ώστε οι μποξέρ να
ταιριάζουν στα κιλά. Από την αρχή δεν έβλεπε με καλό μάτι τις σχέσεις του
Ουάιλντ με το γιο του, αλλά είχε κάποιο ενδοιασμό, μήπως αυτό που έβλεπε δεν
ήταν μια ομοφυλοφιλική σχέση, αλλά κάποια «αισθητική στάση». Από την άλλη μεριά
δεν είχε πολλά περιθώρια, ο ένας του γιος ήταν νεκρός εξαιτίας κάποιου
σκανδάλου ομοφυλοφιλίας, ο άλλος κακοπαντρεμένος κι ο τρίτος ακολουθούσε τα
χνάρια του πρώτου. Μόλις, λοιπόν, σιγουρεύτηκε για τις «σχέσεις» του γιου του
με τον Όσκαρ, πέρασε στην επίθεση. Στην αρχή του έστειλε επιστολές προσπαθώντας
να τον πείσει να διακόψει το δεσμό του, αλλά αντί να τους χωρίσει, κατάφερε να
τους φέρει πιο κοντά. Ο Άλφρεντ Ντάγκλας στην αυτοβιογραφία του λέει: «Η
συγκίνηση της μεγάλης κρίσης φούντωνε τις φλόγες της αφοσίωσης μου». Αφού
είδε ότι οι επιστολές δεν έφεραν αποτέλεσμα, πέρασε μια μέρα από τη λέσχη όπου
σύχναζε ο Ουάιλντ και του άφησε ένα μπιλιέτο, στο οποίο τον αποκαλούσε
σοδομίτη.
Ο ποιητής θεώρησε τον εαυτό του προσβλημένο και μήνυσε το μαρκήσιο
για δυσφήμηση. Στη δίκη που έγινε στις 3 Απριλίου 1895, γύρισαν τα πάνω κάτω. Η
ζωή την οποία έκανε τη νύχτα ο Ουάιλντ βγήκε στο φως, οι μαρτυρίες ήταν
συντριπτικές. Μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί από κατήγορος κατηγορούμενος,
απέσυρε τη μήνυση. Ο μαρκήσιος έγινε ο ήρωας της ημέρας και χειροκροτήθηκε
ζωηρά καθώς έβγαινε από την αίθουσα. Για να γίνει κατανοητό πόσο πολύ
ευχαριστήθηκε ο κόσμος από την εμπλοκή του Ουάιλντ σε δίκη με τον Κουήνσμπερυ,
θ’ αναφέρουμε ότι ο Τσαρλς Μπρούκφιλντ κι ο Τσαρλς Χωουτρυ που κι οι δυο τους
είχαν παίξει πάνω από εκατό βραδιές το έργο του Ουάιλντ «Ένας ιδανικός
σύζυγος», μετά το τέλος της πρώτης δίκης πρόσφεραν ένα δείπνο στον
Κουήνσμπερυ, για να γιορτάσουν τη νίκη του.
Μετά την τροπή που πήραν τα πράγματα, όλοι οι φίλοι του, οι
γνωστοί του, μεταξύ των οποίων και ο Μπερνάρ Σω, ακόμη και η γυναίκα του, του
πρότειναν να φύγει. Ο ίδιος αρνήθηκε λέγοντας: «Είναι πολύ αργά πια, το
τρένο έφυγε...». Εκείνοι που ήταν αληθινά φίλοι του, του παραστάθηκαν ως το
τέλος, οι υπόλοιποι όμως άρχισαν να κρατούν αποστάσεις ασφαλείας από τον
ποιητή. Ακόμα και το όνομα του αφαιρούσαν ή κάλυπταν στις τοιχοκολλήσεις ή στα
προγράμματα των θεατρικών έργων του.
Αυτή τη φορά η δίωξη του έγινε αυτεπάγγελτα από τις δικαστικές
αρχές, με βάση τα στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει από την πρώτη δίκη. Μετά την
απαγγελία της κατηγορίας, τον έκλεισαν στη φυλακή Χολογουαίη μέχρις ότου να
οριστεί δικάσιμη. Η δίκη άρχισε στις 26
Οκτωβρίου 1895, αλλά αναβλήθηκε μετά από διαφωνίες των ενόρκων. Τότε κατέθεσαν
αίτηση για προσωρινή αποφυλάκιση του, έως ότου οριστεί νέα δικάσιμη μέρα.
Ορίστηκε το ύψος της εγγύησης και ο ποιητής έφτασε παραδαρμένος περασμένα
μεσάνυχτα στο σπίτι της μητέρας του.
Από τη μέρα της προφυλάκισης του, έως τη μέρα που καταδικάστηκε,
οι δημοσιογράφοι ασχολούνταν καθημερινά μαζί του. Φαίνεται ότι από τότε ο τύπος
ήταν κίτρινος, και οι εφημερίδες δεν είχαν την επιθυμητή κυκλοφορία. Οι
πιστωτές του πανικοβλημένοι, έσπευσαν κι έβγαλαν καταδικαστικές αποφάσεις
εναντίον του, ξεπούλησαν το σπίτι του και μία δημοπρασία πάνω στα υπάρχοντα
του έγινε στις 24 Απριλίου, όπου όλα βγήκαν στο σφυρί για μία δεκάρα, παρ’ όλο
που τα προσωπικά του είδη αγοράστηκαν από τους φίλους του, που ύστερα του τα
επέστρεψαν. Κι όμως, αν είχαν λίγη υπομονή και τη στοιχειώδη λογική, θα
πληρώνονταν όλοι, γιατί ο Ουάιλντ λάβαινε ακόμη ποσοστά από τις παραστάσεις των
έργων του.
Η νέα δίκη έγινε στις 26 Απριλίου στο Ολτ Μπαίλεϋ. Δικάστηκε μαζί
με κάποιο μαστροπό, ονόματι Ταίυλορ, αλλά ούτε αυτή τη φορά κατάφεραν να
στήσουν μία κατηγορία που να «στέκεται» στα πόδια της, πρόσθεσαν όμως στη
φαρέτρα τους βέλη, τα οποία θα τους ήταν χρήσιμα στην τρίτη και τελευταία δίκη.
Αυτή
άρχισε στις 20 Μαΐου και κράτησε τέσσερις μέρες. Από την αίθουσα του
δικαστηρίου οδηγήθηκε στη φυλακή Γουόντσγουορθ καταδικασμένος σε δύο ετών
καταναγκαστικά έργα. Πολλοί άνθρωποι μπορούσαν τώρα να χαίρονται, ο καθένας
για το δικό του λόγο.
Στη
φυλακή Γουόντσγουορθ έμεινε τους πρώτους έξι μήνες, όπου δύσκολα μπορούσε ν'
ανασάνει, μέσα στον υγρό αέρα του κελιού του, Στις 13 Νοεμβρίου 1895 τον
μετέφεραν στις φυλακές του Ρήντιγγ. Τον πρώτο καιρό και όσο ήταν διευθυντής των
φυλακών ο Ισάακσον υπέφερε πολύ. Το κελί του ήταν το τρίτο, στο τρίτο πάτωμα του
τετραγώνου C,
έτσι ήταν γνωστός σαν ο κατάδικος C-3-3. Στην αρχή, η απασχόληση του ήταν η επεξεργασία του
στουπιού, αλλά γρήγορα «προόδευσε», κι οι δεσμοφύλακες τον έβαλαν να δουλέψει
πρώτα σε βιβλιοδετείο και αργότερα να μοιράζει βιβλία στους άλλους
φυλακισμένους.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1896 πέθανε η μητέρα του, και λίγο αργότερα,
απανωτά, τον βρίσκει και δεύτερη στενοχώρια, όταν η Κόστανς, ύστερα από πιέσεις
της οικογένειας της, του ζήτησε διαζύγιο. Ο ποιητής κατανοώντας τη δυστυχία που
έφερε σ’ αυτήν και τα παιδιά τους, υπέγραψε πριν βγει από τη φυλακή τη συμφωνία
του χωρισμού.
Στη φυλακή του Ρηντιγγ έγραψε ένα μεγάλο γράμμα προς τον Άλφρεντ
Ντάγκλας, που το ονόμασε “Epistola: In cancere
et vinculis”
τίτλος στα λατινικά που σημαίνει: «Επιστολή από τη φυλακή και
τα δεσμά». Αργότερα, του έδωσαν τον τίτλο “De Profundis” «Εκ βαθέων»[iii]. Στο
βιβλίο αυτό κατηγορούσε, ανοικτά το Ντάγκλας θεωρώντας τον υπεύθυνο για το
κατάντημα του. Ένα μέρος της ευθύνης για την επιθετική αυτή στάση του Ουάιλντ
πέφτει και στο Σέραρντ, ο οποίος ανέφερε στον ποιητή ότι γυρνώντας από το Κάπρι
ο Ντάγκλας, δημοσίευσε σε μια εφημερίδα αποσπάσματα από γράμματα του. Από τη
μεριά του ο Ντάγκλας πίστευε ότι αυτά τα τόσο ειλικρινή και συγκινητικά
κείμενα του Ουάιλντ θα μπορούσαν να μεταστρέψουν τη γνώμη του κόσμου γι’ αυτόν.
Ο Ουάιλντ όμως θεώρησε ότι μερικές από τις πιο ιδιωτικές και απόκρυφες στιγμές
της ζωής του, δεν ήταν πια ούτε ιδιωτικές, ούτε απόκρυφες. Σίγουρα όμως αν
αναλογιστούμε τη «σχέση» του με το Ντάγκλας, θα πρέπει να φανταστούμε, ότι δεν
ήταν ευχαριστημένος γνωρίζοντας ότι ο Ντάγκλας γύριζε από δω κι από κει, ενώ
αυτός ήταν μέσα και μάλιστα βαθιά. Στη διαμόρφωση της γνώμης αυτής του Ουάιλντ
για το Ντάγκλας, φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο και ο Ρος, ο οποίος ίσως δε μπορούσε
να συγχωρήσει στο Ντάγκλας, ότι παρά το ότι τον γνώρισε δεύτερος, ήρθε πρώτος
στην αγάπη του.
Στην επιστολή αυτή ο Ουάιλντ παίζει το ρόλο του αδικημένου,
θεωρώντας ότι ο Ντάγκλας κατέστρεψε τη ζωή και την τέχνη του, ενώ ο ίδιος είχε
προμαντεύσει στο Ντόριαν Γκρέυ: «Ήξερα πως είχα συναντηθεί με κάποιον που η
προσωπικότητα του και μόνο ήταν τόσο συγκινητική που, αν αφηνόμουν, θα μου
απορροφούσε όλη μου την ύπαρξη, όλη μου την ψυχή, ακόμα και την τέχνη μου
ολόκληρη»[iv].
Αποσπάσματα του “De Profundis”
δημοσιεύτηκαν το 1905 από το φιλολογικό εκτελεστή της διαθήκης του, το Ρόμπερτ
Ρος. Τα σχετικά αποσπάσματα που έλειπαν από την πρώτη έκδοση, και αφορούσαν το
Ντάγκλας, διαβάστηκαν για πρώτη φορά σε μια ανοικτή δίκη, ύστερα από αίτηση του
δικηγόρου του Ντάγκλας. Έτσι, το “De Profundis”
εκδόθηκε πλήρες το 1908. Όταν βγήκε από τη φυλακή συναντήθηκε με το Ντάγκλας
και έκλαψαν και έδωσαν τα χέρια και συγχώρεσε ο ένας τον άλλον εντελώς, πράγμα
που μας κάνει να πιστεύουμε ότι αν εξέδιδε το “De Profundis” ο ίδιος ο
Ουάιλντ, και όχι ο Ρος, θα παρέλειπε όλα αυτά τα σημεία που αφορούσαν το
Ντάγκλας και ότι η γνώμη του γι’ αυτόν, είχε διαμορφωθεί ύστερα από κακές
εκτιμήσεις εκείνων που έπαιζαν το ρόλο του μεσάζοντα. Αποφυλακίστηκε στις 19
Μαίου 1897. Η μετά τη φυλακή συμπεριφορά του θα ’πρεπε να κριθεί μόνο από
ανθρώπους που έχοντας την ευαισθησία του, πέρασαν κι από την εμπειρία δύο
χρόνων καταναγκαστικών έργων, μαζί με την πικρία του ξεριζωμένου, που αδιάκοπα
τον περιφρονούν και τον καταδιώκουν. Μετά την αποφυλάκιση, λοιπόν, έφυγε
αμέσως για τη Διέπη, εκεί έμεινε στο ξενοδοχείο «Ντε λα Πλαζ» της ακτής του
Μπερνεβάλ, με το ψευδώνυμο Σεβαστιανός Μέλμοθ. Σ’ αυτή την ακτή πέρασε
ίσως τις τελευταίες ευτυχισμένες μέρες της ζωής του. Νοίκιασε ένα μικρό σπίτι,
ενώ σκόπευε να φτιάξει ένα καινούριο και να μείνει εκεί μόνιμα. Γρήγορα όμως,
όπως θα ’πρεπε να περιμένουμε, βαρέθηκε την ηρεμία της ακτής, κι έφυγε για την
Ελβετία και ύστερα για τη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου έμεινε μαζί με το Ντάγκλας
στην έπαυλη του τελευταίου στο Παυσίλυπο. Εκεί τα κατάφερε να αποτελειώσει τη «Μπαλάντα
της φυλακής τον Ρήντιγγ». Στην ουσία δεν είχε πια όρεξη για να γράψει, δεν
είχε την κατάλληλη ψυχολογία για να γράψει[v],
παρ’ ότι πάντα το διατυμπάνιζε ή έπαιρνε
ακόμη και προκαταβολή για θεατρικά έργα που δεν έγραψε ποτέ. Το μόνο που
κατάφερε, ήταν να στείλει δύο επιστολές στην Daily Chronicle για να
καταγγείλει το σωφρονιστικό σύστημα και να τελειώσει τη μπαλάντα[vi].
Στις 7 Απριλίου 1898 πέθανε στη Γένοβα η γυναίκα του Κόστανς, κι ο
ποιητής λυπήθηκε πραγματικά γιατί την αγαπούσε, έστω και εάν οι σχέσεις τους
δεν ήταν αυτές που έπρεπε να είναι. Τα επόμενα χρόνια, οι φίλοι του συνέχισαν
να τον ενισχύουν οικονομικά και όταν το κατάφερνε περνούσε μερικές μέρες όπως
παλιά. Όταν όμως του λιγόστευαν τα χρήματα το έριχνε στο φτηνό ποτό και
κατέβαινε άλλο ένα σκαλοπάτι προς το τέλος, που άρχισε πλέον να διαφαίνεται. Δε
μπορούσε όμως να στηρίζεται και επ’ άπειρον στη γενναιοδωρία των φίλων του,
άρχισε να μένει σε φτηνά ξενοδοχεία, αλλά κι από εκεί τον έδιωχναν γιατί δεν
είχε να πληρώσει το λογαριασμό. Τελικά, κατέληξε στο Οτέλ ντ' Άλσας κοντά στην
Και Βολταίρ, όπου η ευγενής ψυχή του ξενοδόχου Ντυπουαριέ, ήταν ότι του χρειαζόταν
εκείνη την εποχή. Όχι μόνο τον φιλοξένησε δωρεάν, αλλά πλήρωσε και το χρέος του
Ουάιλντ στο προηγούμενο ξενοδοχείο.
Εκεί έζησε τις τελευταίες του μέρες ο ποιητής. Υπέφερε από
πονοκεφάλους, ενώ είχε και συχνές κρίσεις υστερίας. Οι γιατροί του συνέστησαν
να σταματήσει να πίνει, αλλά δεν τους άκουσε. Στις 29 Νοεμβρίου 1900, ο Ρος
πληροφορήθηκε μ’ ένα τηλεγράφημα ότι η κατάσταση του Ουάιλντ είχε γίνει σχεδόν
απελπιστική και πήγε να τον δει. Του έκαναν συχνά ενέσεις μορφίνης για να
γαληνέψουν τον πόνο.
Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1900 από εγκεφαλική μηνιγγίτιδα, που
σίγουρα την είχε προκαλέσει μια επιπλοκή σύφιλης, και κηδεύτηκε στις 3
Δεκεμβρίου στο νεκροταφείο του Μπανιέ.
Εφτά
άτομα παρακολούθησαν μόνο την κηδεία του, ανάμεσα τους ο Τάρνερ, ο Ρος και ο
'Αλφρεντ Ντάγκλας, ο οποίος πλήρωσε και τα έξοδα της. Το μοναδικό επώνυμο
στεφάνι ήταν του ξενοδόχου του Ντυπουαριέ. Τον Ιούλιο του 1909 μετέφεραν το
λείψανο του στο νεκροταφείο Περ Λασαίζ. Εκεί, κάτω από ένα μνημείο που έχει
φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Επστάιν, κείτεται ο κυνηγημένος Ποιητής. «Δεν
ψάχνει πλέον να βρει μυστικές κοιλάδες, να κλάψει στη σιγαλιά τους, ούτε καλεί
τον άνεμο να σαρώσει τα χνάρια του».
Φεβρουάριος 1990 Σ.Π. Παπασηφάκης
[i]
Όσκαρ Ουάιλντ. «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ», μτφρ Άρη Αλεξάνδρου, Γκοβόστης
σελ. 10.
[ii]
Όσκαρ Ουάιλντ. «Μια γυναίκα χωρίς σημασία», Θέατρο Ι, μτφρ. Στάθη
Σπηλιωτόπουλου, Ίκαρος, σελ 130.
[iii]
Τον τίτλο τον έχει πάρει από τον 129ο
Ψαλμό του Δαυίδ. «Εκ βαθέων εκέκραξά σοι Κύριε, εισάκουσον της
φωνής μου»…
[iv]
Όσκαρ Ουάιλντ. «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ».όπ. π., σελ. 13.
[v]
«Ας είπα ότι πρόκειται να γράψω κάτι: Αυτό το λέω στον καθένα. Είναι ένα πράγμα
που μπορούμε να το επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα. Αλλά βαθιά μέσα στην καρδιά μου
–σ’ αυτό το θάλαμο των νεκρών ήχων- ξέρω πως κάτι τέτοιο δεν θα γίνει ποτέ».
Από το βιβλίο του Λώρενς Χάουσμαν «Ηχώ του Παρισιού».
[vi]
«Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ» του “C-3-3”, κυκλοφόρησε σε βιβλίο το Φεβρουάριο του 1898, από τον
εκδότη Λέοναρντ Σμιθερς κι έκανε έξι εκδόσεις σε τρεις μήνες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Χ.
Πήρσον. Η ζωή του Γουάιλντ. Μτφρ. Κωνσταντίνου Γιάννης. Γκοβόστη.
2. Oscar
Wilde. Θέατρο Ι. Μτφρ. Σπηλιωτόπουλος Στάθης. Ίκαρος.
3.
Όσκαρ Γουάιλντ. De
profundis (Εκ Βαθέων). Μτφρ.
Θεοδωρακόπουλος Λουκάς. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
4.
Όσκαρ Ουάιλντ. De profundis. Μτφρ. Διονάς Α.. Δάφνη.
5.
Όσκαρ
Ουάιλντ. «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ», μτφρ Αλεξάνδρου Άρης, Γκοβόστης
6.
Όσκαρ
Ουάιλντ. Ο κήπος με τις ροδιές. Μτφρ. Μπόλη Ελένη. Στοχαστής.
7.
Oscar Wilde. Η Μπαλλάντα της Φυλακής του
Ρήντιγγ. Μτφρ.Γαρταγάνης Ρήγας. Πρόλογος Albert Camus. Εισαγωγή – Βιογραφικό σημείωμα Παπασηφάκης Σταύρος. Κ. Κοροντζής.
8.
Oscar Wilde. Τι σημασία έχει να είναι κανείς
σοβαρός. Μτφρ. Σπηλιωτόπουλος Στάθης. Γκοβόστης.
9.
Όσκαρ
Γουάιλντ. Φλωρεντινή τραγωδία. Μτφρ. Ποριώτης Ν.. Γκοβόστη.
10. Όσκαρ Ουάιλδ. Ο ψαράς και η ψυχή του.
Μτφρ. Τρικογλίδης Κ.. Χ.Γανιάρης Χ.. Όσκαρ Γουάιλδ. De Profundis (Από τα βάθη) Μτφρ. Σ.Δ.
Μ.Σαλίβερου.
11. Oscar Wilde. Η Αγία Εταίρα (Ή Η σκεπασμένη με
κοσμήματα γυναίκα) – Σαλώμη. Μτφρ. Σπηλιωτόπουλος Στάθης. Γκοβόστης.
12. Όσκαρ Ουάιλντ. Το πορτραίτο του κ. W.H. και 12 ποιήματα. Μτφρ.-Σημειώσεις Βρης
Ειρήνη. Οδός Πανός.1982.
13. Όσκαρ Γουάιλντ. Στοχασμοί. Μτφρ. Πρωτόπαπας
Σ.. Γκοβόστη.
14. Όσκαρ Ουάιλντ. Τένελυ (Ή Η άλλη όψη
του νομίσματος) Μτφρ. Παπαδογιάννης Νίκος. Ερατώ. Αθήνα 1986.
15. Όσκαρ Ουάιλντ. Η ψυχή του ανθρώπου
στο σοσιαλισμό. Μτφρ. Πεσκετζή Ζωζώ.
Ελεύθερος Τύπος.
ΕΙΚΟΝΕΣ
1. Φωτο του Oscar Wilde
2. Aubrey Beardsley
par lui-meme. Λεζάντα σκίτσου από τον Aubrey Beardsley.
Philippe
Jullian. Oscar Wilde. Librairie Academique Perrin. Σελ. 261.
3. Σκίτσο του Oscar Wilde
4. Σκίτσο του σπιτιού του στην οδό Tite.
5. Άλφρεντ Ντάγκλας (σκίτσο).
6. Σαλώμη (σκίτσο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου