
Μοιάζουν
λίγο με τις νεόκοπες νύφες, που όσο ζει
η πεθερά και κάνει τα κουμάντα δεν πατάνε διόλου στο σπίτι ή στο εξοχικό, μόλις
όμως φύγει από τη μέση και βάλουνε πόδι μέσα, τακούνι ήθελα να πω, έρχονται
συνέχεια και αναλαμβάνουνε δράση, αφού πρώτα πετάξουνε οτιδήποτε έχει σχέση με
την πεθερά ανεξαρτήτως της αξίας του. Έτσι, βρίσκονται στα σκουπίδια από παλιά
μπαούλα και άλλα έπιπλα, μέχρι τα
κουταλάκια του γλυκού. Το ότι μπορεί μετά από χρόνια να …κλαψουρίζουνε γιατί
πετάξανε το μπαούλο της πεθεράς ή να δίνουνε ένα σκασμό λεφτά για να πάρουνε
ένα παρόμοιο χρήζει ψυχαναλύσεως.
Εν μία νυκτί
λοιπόν χαρίζονται βιβλία τα οποία ο σύζυγος αγόραζε επί χρόνια και κενώνεται το
δωμάτιο γιατί πρέπει να γίνει πιο χρήσιμο. Σαν αδειάσει, φαίνονται τα
αποτυπώματα στους τοίχους. Στον ένα τοίχο τα κάδρα από τα πτυχία και τις
φωτογραφίες αφήνουνε παραλληλόγραμμα ευθυγραμμισμένα σημάδια και γύρω γύρω οι
βιβλιοθήκες αφήνουνε με τη σειρά τους γραμμή εκεί που έφτανε το ύψος τους. Το
μαρμάρινο τραπεζάκι με τις καρέκλες, εκεί που καθότανε και διάβαζε ή έπινε τον
καφέ του, βγαίνει για λίγο στο μπαλκόνι ή στον κήπο, παίρνει για λίγο αναστολή,
πριν ακολουθήσει κι αυτό την πορεία όλων των άλλων. Η δύναμη των γυναικών να
δίνουνε γρήγορα λύσεις σε καίρια ζητήματα με κάνει να τις θαυμάζω, αλλά και η
ταχύτητα με την οποία σβήνουν από τη μνήμη τους γεγονότα και συναισθήματα με
τρομάζει. Φαίνεται όμως τελικά ότι όταν κάποιος αποκτά απότομα την ελευθερία
του τη χαίρεται με μια άγρια χαρά.
Το δωμάτιο
μπορεί να γίνει σιδερωτήριο, να μαζεύονται εκεί στοίβες τα ρούχα, μακριά από τα
αδιάκριτα βλέμματα, περιμένοντας πότε θα μας έρθει η όρεξη να τα σιδερώσουμε.
Κι η σιδερώστρα παραμένει σαν παλούκι μες στη μέση πάντοτε έτοιμη αλλά σπανίως
χρησιμοποιούμενη.
Μπορεί όμως
το δωμάτιο να γίνει και βεστιάριο. Ντουλάπες ένα γύρω και στη μέση να δεσπόζει
ένας μεγάλος ορθογώνιος επικλινής καθρέφτης. Δε φτάνει που φυσάνε όλα τα ρούχα
του μακαρίτη κι επεκτείνονται και στη δική του ντουλάπα, φτιάχνουν κι αυτό το
δωμάτιο γιατί «οι ντουλάπες ποτέ δε φτάνουν» και η γυναίκα ενώ έχει ένα σώμα
και δύο πόδια ντύνεται και ποδένεται σαν σαρανταποδαρούσα.
Τα βιβλία
του έλαβαν τη θέση τους άλλα, με ενδιάμεσο σταθμό τα παλαιοβιβλιοπωλεία, σε
νέες βιβλιοθήκες μέχρι να βρεθεί κι εκεί καμία πονετική χήρα και να τους δώσει
νέο δρόμο κι άλλα στους μπλε κάδους των σκουπιδιών για να γίνουν χαρτοπολτός.
Κάπου, μέσα
σ’ όλα, αν είναι τυχερός ο νέος ιδιοκτήτης – αναγνώστης, θ’ ανακαλύψει το
ποίημα του Βαλαωρίτη, μέσα στον ογκώδη τόμο, θα δει τις σημειώσεις του παλαιού
ιδιοκτήτη στην άκρη, δεν θα τις σβήσει, θα περάσει απαλά το δάκτυλό του από
πάνω χαιδεύοντάς τες, τους στοίχους που έγραψε ο ποιητής με αφορμή το θάνατο
της θυγατρός του Ναθαλίας:
Στον πολυτάραχο γιαλό του κόσμου μιαν
ημέρα
Διαβάτης ανυπόμονος περνά σαν τον
αγέρα.
Το πάτημά του φάνηκε στην άμμο μιαν
αυγή
Άγριο το κύμα πέρασε τη νύχτα και το σβει…Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου