Ο Ζέβρας
Ένα παραμύθι για τη διαφορετικότητα
Ένα παραμύθι για τη διαφορετικότητα
του Σ.Π.Παπασηφάκη

Ήταν ένα μικρό
ελεφαντάκι. Στρουμπουλό, σκανταλιάρικο κι ατίθασο. Η μητέρα του, η Σάγια, μια
τεράστια ελεφαντίνα, όλο το μάλωνε. Ο πατέρας του, ο Τίτος, ρεμπέλευε όλη τη
μέρα μαζί με τους φίλους του στις όχθες της λίμνης κι ούτε νοιαζόταν καθόλου
για το μικρό. Αυτό πάσχιζε να σταθεί όρθιο με τα μικρά αδύναμα ποδαράκια του.
Είχε μία ιδιομορφία σε σχέση με τα άλλα ελεφαντάκια αλλά και με τη μαμά του
ακόμη. Ήταν γκρι σαν όλα, αλλά είχε τρεις πολύχρωμες λουρίδες που ξεκινούσαν
από τα αυτιά πάνω από τη ράχη και κατέληγαν στην κοιλιά του. Τη Σάγια δεν την
πολυένοιαζε, εκείνη άλλωστε μόνο στα μάτια το κοιτούσε, αυτό όμως στενοχωριόταν
γιατί τα άλλα μικρά δεν του έδιναν σημασία, γελούσαν μαζί του και όλο τον πείραζαν.
Όταν βγήκε για
πρώτη φορά στο φως και τρεκλίζοντας στήθηκε όρθιο είδαν τις πολύχρωμες λουρίδες
και άρχισαν να γελούν. Ένα μικρό μάλιστα φώναξε: «σα ζέβρα δεν είναι;» κι από
τότε λίγο λίγο του το κόλλησαν και του έμεινε. Ο Ζέβρας.
Όλη η αγέλη
ζούσε στη Μποτσουάνα. Όσο η περιοχή είχε νερό ήταν καλά. Όταν στέρευε τα πράγματα
δυσκόλευαν για όλους. Οι ελέφαντες τότε ξεκινούσαν ένα μακρύ, ένα ατέλειωτο
ταξίδι, ψάχνοντας να βρουν νερό. Μπροστά πήγαινε η αρχηγός της αγέλης και πίσω
ακολουθούσαν οι άλλοι. Οι μανάδες έβαζαν στη μέση τα μικρά για να τα
προστατεύουν. Έτσι έβλεπες πόδια, πόδια, πόδια κι ανάμεσά τους τα μικρά να
περπατάνε. Σε όλη τη διαδρομή τα λιοντάρια παραμόνευαν τα αστόχαστα μικρά που
ξεχνιούνταν, βραδυπορούσαν και δυσκολεύονταν ν’ ακολουθήσουν το βήμα των
μεγάλων. Οι μανάδες τ’ αγκάλιαζαν με την προβοσκίδα τους, τα έσπρωχναν μ’ αυτήν
όταν το μέρος ήταν δύσβατο και τ’ άφηναν να φωλιάζουν κάτω από το ογκώδες σώμα
τους. Όταν κάποιο λιοντάρι πλησίαζε
περισσότερο από όσο έπρεπε, έτρεχαν κατά πάνω του φωνάζοντας δυνατά και
κουνώντας απειλητικά την προβοσκίδα. Το λιοντάρι απομακρυνόταν αμέσως μπροστά
σ’ αυτό τον όγκο αλλά δεν έφευγε.
Σ’ αυτή την
αγέλη αρχηγός ήταν η Σάγια. Όλοι οι ελέφαντες τη σέβονταν και την ακολουθούσαν
πιστά μια και ήξερε να τους οδηγεί στα ίδια τα αρχαία μονοπάτια. Περπατούσαν
για μέρες και ήταν όλοι αποκαμωμένοι από την έλλειψη του νερού. Όταν έβρισκαν
καμιά μικρή λιμνούλα που δεν είχε στερέψει ακόμη, μαζεύονταν στη στιγμή δεκάδες
ελέφαντες από διάφορες αγέλες και έπιναν νερό μέχρι να ξεδιψάσουν. Ύστερα
ερχόταν τα βουβάλια να πιουν κι αυτά, ενώ τα λιοντάρια παραμόνευαν ένα γύρω. Οι
μανάδες τότε έσπρωχναν με βιάση τα μικρά να βγούνε από το νερό για να μην
κιντυνέψουν.
Εκείνο τον καιρό
η ξηρασία ήταν πολύ μεγάλη. Ο ήλιος, κατακόκκινος έκαιγε όλη τη μέρα και οι
ελέφαντες περπάταγαν κοντανασαίνοντας. Η Σάγια τους οδηγούσε σε μια λιμνούλα
που υπήρχε λίγο πιο κάτω και ήλπιζε ότι εκεί θα βρούνε νερό. Είχε πέσει το
σκοτάδι όταν έφτασαν κατάκοποι και με
λύπη τους διαπίστωσαν ότι η λίμνη είχε μόνο λάσπη. Πέρασαν μέσα από αυτήν με
δυσκολία αφού τα πόδια τους κολλούσανε κάτω. Κι εκεί έγινε το κακό. Ο Ζέβρας εξουθενωμένος καθώς ήταν γλιστρούσε
και δεν κατάφερε να ανέβει επάνω. Στην προσπάθειά του δε αυτή είχε χωθεί ο
μισός μέσα στη λάσπη. Οι άλλοι ελέφαντες περάσανε και έφυγαν. Η Σάγια είχε το
νου της σε όλη την αγέλη και όταν έψαξε το μικρό ήταν αργά. Δεν τον έβρισκε
πουθενά.
Ο Ζέβρας άρχισε
να κλαίει γοερά, λησμονώντας ότι η σιωπή σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι χρυσός
κι ότι το κλάμα του θα προσελκύσει τα λιοντάρια. Σε λίγο δύο ύαινες ήρθανε
κοντά του –αυτές φτάνουνε πάντα πρώτες- κι άρχισαν να τον γυροφέρνουν. Το
σκοτάδι στο μεταξύ είχε πέσει βαρύ, η φύση είχε ησυχάσει και τα κλάματα του Ζέβρα
ακούγονταν πιο μακριά και πιο καθαρά. Ο
άνεμος, πονετικός, τα άκουσε και βοήθησε, επήρε τη φωνή στα φτερά του και πλανάροντας
την πήγε όσο πιο μακριά μπορούσε. Η Σάγια σε μια στιγμή σήκωσε τ’ αυτιά και
τινάχτηκε όρθια. Η μεγάλη της καρδιά χτυπούσε δυνατά. Άρχισε να τρέχει προς το
Ζέβρα ενώ την ακολούθησαν άλλες δυο τρεις μανάδες. Την ίδια ώρα όσες ελεφαντίνες
απόμειναν, έπαιζαν το ρόλο της παραμάνας. Έβαλαν όλα τα μικρά στη μέση κι
έκαναν ένα προστατευτικό κλοιό γύρω τους.
Στο μεταξύ οι ύαινες με περισσή αποκοτιά γίνονταν όλο και
πιο απειλητικές. Ξαφνικά ακούστηκε από μακριά ένα ποδοβολητό που γινόταν όλο
και πιο έντονο κι η γη κουνιότανε κάτω από τα πόδια τους. Οι ελεφαντίνες
άρχισαν να φωνάζουν και οι ύαινες γίνανε καπνός. Η Σάγια έφτασε κοντά και το
αγκάλιασε τρυφερά με την προβοσκίδα της. Οι άλλες γονάτισαν και έσκαβαν σκαλοπάτια
με τα πόδια τους για να μπορέσει ν’ ανέβει το μικρό. Η μάνα του το έβγαλε από
τη λάσπη και το έσπρωχνε από πίσω κι εκείνο έκανε ένα ξερό κουράγιο κι ανέβηκε.
Όταν έφτασαν στην υπόλοιπη αγέλη όλοι
φώναζαν με χαρά.
Την άλλη μέρα το
πρωί τους ξύπνησαν δυνατοί κεραυνοί. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό και μια
βροχή, δώρο του Θεού, έπεσε στη διψασμένη γη. Η λίμνη σε λίγο γέμισε νερό και
οι ελέφαντες και τ’ άλλα ζώα έτρεξαν να σβήσουν τη δίψα τους. Σαν τελείωσε η
βροχή, βγήκε ένα ουράνιο τόξο από τη μια μεριά τ’ ουρανού έως την άλλη. Κι όπως
στεκότανε ο Ζέβρας σ’ ένα λοφάκι ήρθε το ουράνιο τόξο κι έσβησε επάνω στη ράχη
του. Οι ελέφαντες απόμειναν έκπληκτοι να
το κοιτάνε και τα μικρά έτρεξαν κοντά του να το θαυμάσουν. Δεν ήταν πια ένα αστείο
ελεφαντάκι για να το πειράξουν, για να παίξουν μαζί του. Ήταν αυτός που έρχεται
μετά το δώρο του Θεού. Αυτός που έρχεται μετά τη βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου