Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Ένα παραμύθι για τη διαφορετικότητα

Οι τρεις ευχές - ριζώνουν και τα λόγια[i]
Ένα παραμύθι για τη διαφορετικότητα



Του Σ.Π.Παπασηφάκη


τα παλιά τα χρόνια υπήρχε ένα βασίλειο. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Και η ευτυχία τους αυτή ολοκληρώθηκε όταν ο αρχίατρος της αυλής ανακοίνωσε το ευχάριστο νέο ότι η βασίλισσα είναι έγκυος. Από εκείνη την ημέρα αυτό ήταν το μοναδικό θέμα συζήτησης. Πότε θα έρθει ο διάδοχος. Ένα βασιλικό ζεύγος δε μπορεί ποτέ να κάνει κορίτσι. Πρέπει οπωσδήποτε η βασίλισσα να γεννήσει αγόρι. Ποιος θα φορέσει το χρυσό στέμμα όταν πλέον ο βασιλιάς θα έχει γεράσει; Ποιος θα οδηγήσει το στρατό σε περιφανείς νίκες; Για ποιον τα κορίτσια θα ξεστραβώνονται να κεντούν τα προικιά τους; Για ποιον τέλος θα βάζουν κουφέτα κάτω από το μαξιλάρι τους με την ελπίδα να δεηθεί να περάσει για λίγο από τα όνειρά τους;
Από την άλλη μέρα πυρετός δραστηριοτήτων στο παλάτι. Ήρθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες και μηχανικοί και άρχισαν να ετοιμάζουν τα πριγκιπικά διαμερίσματα. Έπρεπε όλα να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Ο βασιλιάς έδινε χαρούμενος εντολές και η βασίλισσα πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Και βέβαια κυριαρχούσε παντού το γαλάζιο. Στο ταβάνι είχαν σχεδιαστεί όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού, οι κουρτίνες, μεταξένιες, έπεφταν κάτω βαριές, τα έπιπλα έλαμπαν λουστραρισμένα και η κούνια ήταν από έβενο. Η βασίλισσα περνούσε όλη την ημέρα εκεί επιστατώντας και ο βασιλιάς έτριβε τα γένια του ευχαριστημένος.

Όταν επιτέλους γεννήθηκε το αγόρι, γιατί αγόρι ήτανε, κάθισαν σύμφωνα με το συνήθειο της εποχής να του δώσουν τις τρεις ευχές. Τα τρία χαρίσματα που θα ήθελαν να έχει. Πρώτη πήρε το λόγο  η βασίλισσα, η μάνα, και είπε ότι θα ήθελε να είναι καλός. «Να είναι καλός», είπε «θέλω η καλοσύνη να λάμπει μέσα στα μάτια του». Ύστερα πήρε το λόγο ο βασιλιάς. «Θέλω να είναι δίκαιος», είπε «οι αδύνατοι και οι κατατρεγμένοι να ελπίζουν πάντα σ’ αυτόν να είναι το αποκούμπι τους και να τον τρέμουν όλοι εκείνοι που εκμεταλλεύονται το λαό». «Και θέλω να είναι γενναίος, να οδηγεί σε νίκες το στρατό. Ποτέ να μη βλέπουνε οι εχθροί τις πλάτες του».
Οι μοίρες που άκουγαν αναρωτήθηκαν: Δεν είπαν να είναι όμορφος, είπε η πρώτη. Δεν είπαν να είναι όμορφος, είπε  η δεύτερη. Δε θα είναι όμορφος, είπε και η τρίτη. Το ίδιο βράδυ έδωσαν τις ευχές τους και μοίραναν το βρέφος. Και σαν έφυγαν, η μικρότερη, που ήτανε και η πιο αστεία ξαναγύρισε, του έδωσε μία με το ραβδάκι της και τσουπ το αγοράκι έβγαλε γαϊδουρινά αυτιά.
Την άλλη μέρα η παραμάνα είδε το παιδί και κέρωσε. Εμφανίστηκε μπροστά στο βασιλιά και τη βασίλισσα και από το φόβο της τραύλιζε. Δε μπορούσε να αρθρώσει κουβέντα. Σαν έτρεξαν και είδαν τ’ αυτιά δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Από τότε το παιδί ζούσε κρυφά από τον κόσμο. Στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του πέρα από τη γριά παραμάνα δεν έμπαινε κανείς. Δεν ήθελαν να διαρρεύσει το μυστικό. Του έπαιρναν τα ακριβότερα παιχνίδια, τα ακριβότερα δώρα, το έντυναν με τα καλύτερα ρούχα. Ως παιδί όμως ποτέ δεν έπαιξε με τ’ άλλα παιδιά, ποτέ δε χτύπησε το γόνατό του στο παιχνίδι, ποτέ ο ήλιος δεν το χάιδεψε με τις ακτίνες του. Τα λουλούδια του κήπου δεν το γνώρισαν, δεν σκόρπισαν ποτέ  γι’ αυτό τις ευωδιές τους.
Πέρασε λίγος καιρός. Το παιδί μεγάλωσε. Ήτανε καλό. Μάλαμα ήτανε η καρδιά του. Αγαπούσε όλο τον κόσμο, για κανένα δεν έλεγε κακή κουβέντα. Κι όσοι με τον καιρό το γνώριζαν στο παλάτι, υπηρέτες και αυλικοί μόνο καλό λόγο είχαν να πουν γι’ αυτό. Κι οι τοίχοι του παλατιού το μυστικό το κράτησαν. Τα μαλλιά του όμως μεγάλωσαν τόσο που η γριά η παραμάνα δε μπορούσε πια να του τα συμμαζέψει. Έπρεπε να φέρουνε τον κουρέα. Όταν τον φέρανε, ο βασιλιάς ο ίδιος τον πήρε κατά μέρος και του εξήγησε κάποια πράγματα. Σε λίγο έβαλε στο παιδί μια μεγάλη ποδιά και με περισσή τέχνη βάλθηκε να το κουρέψει. Όση ώρα κούρευε είχε έρθει δίπλα ένας δήμιος και ακόνιζε επιδεικτικά το τσεκούρι του, σημάδι πως αν του ξέφευγε κουβέντα, το κεφάλι του δεν θα καθότανε καλά στους ώμους του.
Σαν τελείωσε το κούρεμα του έβαλε τις καλύτερες κολόνιες, πληρώθηκε βασιλικά και έφυγε. Για μέρες πολλές τρωγότανε μ’ αυτό το μυστικό που ήξερε. Να το μαρτυρήσει όμως, ούτε λόγος. Φοβόταν ότι θα του πάρουν το κεφάλι. Για μια στιγμή, για μια στιγμή μόνο, σκέφτηκε να το πει στη γυναίκα του μα άλλαξε αυτοστιγμής γνώμη γιατί γνώριζε ότι το να πεις  ένα μυστικό σε μια γυναίκα είναι σα ν’ αφήνεις ένα φτερό στον άνεμο.
Μια μέρα, περνώντας από ένα δασάκι, έφτασε σε ένα πηγάδι και σταμάτησε λίγο να σβήσει τη δίψα του.  Οι βροχές είχαν πάει καλά εκείνη τη χρονιά και το πηγάδι είχε νερό ως απάνω. Και τότε, το μυστικό, που γαργάλαγε τον ουρανίσκο του, ξεχύθηκε, στροβιλίστηκε στο πηγάδι, ανακατεύτηκε με το νερό και ξαναγύρισε δυναμωμένο πίσω, τρομερός αντίλαλος. «Το παιδί του βασιλιά, έχει γάιδαρου αυτιά». Κοίταξε τριγύρω να μην ακούει κανένας κι έφυγε φοβισμένος από τα ίδια του τα λόγια.
Ήρθε το καλοκαίρι. Ξεραΐλα παντού. Το καημένο το πηγάδι που ξεδιψούσε όλους τους στρατοκόπους στέρεψε προσμένοντας τα καινούρια νερά να ποτίσουνε τη γη. Φύτρωσαν δε μέσα μεγάλες καλαμιές που έφταναν ως απάνω.
Δυο τσοπάνηδες που πέρασαν από κει με το κοπάδι τους κάθισαν να ξαποστάσουν.  Τα πρόβατα αμολήθηκαν ένα γύρο να φάνε κι αυτοί έβγαλαν λίγο ψωμοτύρι να κολατσίσουν. Κοίτα τι ωραία καλάμια λέει ο ένας. Θα φτιάξω τώρα δα μία φλογέρα και θα παίξω την ιτιά. Αι ωρέ θα αντιλαλήσουν οι ρεματιές. Κόβει ένα καλάμι, του ανοίγει εφτά τρύπες κι αρχίζει να παίζει.

Ιτιά, ιτιά, λουλουδιασμένη
αχ, πώς μοσχοβολάς καημένη.
Ιτιά, ιτιά μέσα στο ρέμα,
πως σ’ αγαπώ δεν είναι ψέμα.

Όμως σαν από θαύμα, από τη φλογέρα έβγαινε ένα άλλο τραγούδι που έλεγε:

Το παιδί του βασιλιά
έχει γάιδαρου αυτιά.
και τ’ ανοίγει και τα κλείνει
γάιδαρος κι αυτός θα γίνει
σαν το βασιλιά.

Βρε, τι είναι αυτό που κρένεις, του λέει ο άλλος βοσκός, δε στοχάζεσαι τι θα γίνει έτσι και φτάσει στ’ αυτιά του βασιλιά. Μα δεν παίζω αυτό το τραγούδι σε λέω. Την ιτιά παίζω. Να κοίτα. Μα όσες φορές κι αν δοκίμαζε του γάιδαρου τ’ αυτιά ακουγόταν. Κι ο αέρας το πήρε, το στριφογύρισε ανάμεσα στα δέντρα, το πήγε στις φτωχογειτονιές, το πήγε στα σπίτια των πλουσίων, το πήγε και στο παλάτι. Έτσι έφτασε και στ’ αυτιά του βασιλιά. Να πάτε να μου τους φέρετε δεμένους, πρόσταξε ο βασιλιάς γεμάτος θυμό κι οι στρατιώτες έτρεξαν να εκτελέσουν την εντολή του.
Σε λίγο μπήκαν δεμένοι οι δυο βοσκοί στη μεγάλη σάλα και παρουσιάστηκαν τρέμοντας μπροστά στο βασιλιά. Έσκυψαν, προσκύνησαν κι έμειναν εκεί κοιτώντας κάτω.
Τι είναι αυτά, φώναξε ο βασιλιάς, και η φωνή του αντήχησε σε όλη τη σάλα. Τι έχετε να πείτε εσείς για τον πρίγκιπα; Μεγαλειότατε, ψέλλισε ο ένας βοσκός, εμείς δεν ξέρουμε τίποτε. Η φλογέρα είναι μαγική, άλλο τραγούδι φυσάμε κι άλλο κρένει. Όποιο τραγούδι κι αν φυσήξουμε εμείς, εκείνη το δικό της παίζει.
Ο βασιλιάς όμως δεν πείθεται. Φωνάζει λοιπόν να έρθει ο αρχιμουσικός του παλατιού. Σε λίγο παρουσιάζεται ο αρχιμουσικός  με τη μπλε στολή, το καπέλο και τα χρυσά σιρίτια.  Θα σας παίξω τα κύματα του Δουνάβεως του Γιόχαν Στράους σε λα μινόρε, λέει με ύφος. Ξεκινάει να παίζει, όμως και πάλι, σαν από θαύμα αντηχεί στην αίθουσα το ίδιο τραγούδι.
Το παιδί του βασιλιά
έχει γάιδαρου αυτιά.
και τ’ ανοίγει και τα κλείνει
γάιδαρος κι αυτός θα γίνει
σαν το βασιλιά.

Ο βασιλιάς δεν πιστεύει στ’ αυτιά του, η βασίλισσα μένει σαστισμένη και ο αρχιμουσικός περιεργάζεται τη φλογέρα. Μεγαλειότατε, λέει ταπεινά στο τέλος, η φλογέρα είναι μαγική. Κι όμως κάποια λογική θα πρέπει να έχουν όλα αυτά. Και ψάξε ψάξε αφού απέκλεισαν όλους τους αυλικούς και τους υπηρέτες του παλατιού, δεν άργησαν να φτάσουν στον κουρέα. Πολύ σύντομα, ο κουρέας, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες της φρουράς βρισκόταν με τη σειρά του, μπροστά στο βασιλιά.
Μεγαλειότατε, το σφάλμα μου είναι βαρύ, θα σας πω τι έγινε κι ύστερα αφήνομαι στη μεγαλοψυχία σας. Κι ο κουρέας εξήγησε στο βασιλιά, στη βασίλισσα και σε όσους ήτανε στη μεγάλη σάλα πως εφώναξε την αλήθεια και πως όπως φαίνεται το πηγάδι το μυστικό δεν το κράτησε.
Ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να τον τιμωρήσει πολύ σκληρά όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ο πρίγκιπας. Ο βασιλιάς μέρωσε κι όλοι περίμεναν ν’ ακούσουν τι θα πει. Ο άνθρωπος, αυτό που είδε, αυτό ομολόγησε, είπε ο πρίγκιπας. Γιατί με κρύβετε; Πότε έπαιξα σαν παιδί; Πότε χάρηκα; Θέλω να με αγαπάτε όπως είμαι και να μην ντρέπεστε για μένα.
Ο βασιλιάς κατέβασε το κεφάλι σημάδι πως αντιλήφθηκε το λάθος του και η βασίλισσα εσκούπιζε τα μάτια της. Στο τέλος έκαμε νόημα στον κουρέα να φύγει. Αυτός οπισθοχώρησε κάνοντας σαράντα μετάνοιες έως την πόρτα και παρακαλώντας το Θεό να του κόβει μέρες και να δίνει χρόνια στον πρίγκιπα. Σαν έμειναν μόνοι, ο βασιλιάς αγκάλιασε με στοργή το παιδί κι η βασίλισσα με δάκρυα στα μάτια του ζήτησε συγνώμη.
Οι τρεις μοίρες τώρα, που όλα τα βλέπουνε κι όλα τα ξέρουνε παρουσιάστηκαν το βράδυ μπροστά τους και τους είπαν: αλλάξτε μία ευχή από τις τρεις και το παιδί θα γίνει όμορφο. Θέλω… θέλω να είναι καλός, είπε ξανά η βασίλισσα. Κι ύστερα πιο δυνατά. Η καλοσύνη να λάμπει μέσα στα μάτια του σαν ακριβό πετράδι. Θέλω να είναι δίκαιος, είπε ο βασιλιάς. Οι αδύνατοι και οι κατατρεγμένοι να ελπίζουνε πάντα σ’ αυτόν. Να είναι το αποκούμπι τους. Και να τον τρέμουν όλοι εκείνοι που εκμεταλλεύονται το λαό. Και θέλω, κόμπιασε για λίγο ο βασιλιάς, θέλω να είναι γενναίος, να οδηγεί σε νίκες το στρατό. Ποτέ οι εχθροί να μη βλέπουνε τις πλάτες του.
Οι μοίρες, θαύμασαν την προσήλωση του βασιλιά και της βασίλισσας στις τρεις αυτές αρετές κι αφού σκέφτηκαν για λίγο είπε η μεγαλύτερη.
Όποιος θαυμάζει την καλοσύνη του, όποιος τον θεωρεί δίκαιο και γενναίο έ αυτός θα τον βλέπει και όμορφο.
Κι από κείνη τη μέρα όλοι οι άνθρωποι στο βασίλειο έβλεπαν όμορφο το βασιλόπουλο γιατί ήτανε δίκαιο, γιατί ήτανε γενναίο και γιατί η καλοσύνη έλαμπε μέσα στα μάτια του σαν ακριβό πετράδι.




[i] Το παραμύθι αυτό δημιουργήθηκε από το λαϊκό ελληνικό παραμύθι «ριζώνουν και τα λόγια» και από κάποιο παραμύθι με τον τίτλο οι τρεις ευχές που κάπου λίμναζε από χρόνια στο μυαλό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου