Οι δύο άγγελοι[i]
μεταγραφή
Σ.Π.Παπασηφάκης
Πλησίαζε
η Πρωτοχρονιά. Δύο άγγελοι κατέβηκαν από τον ουρανό με την εντολή να γυρίσουνε
τη γη να δουν αν οι άνθρωποι εξακολουθούν να βαδίζουνε στο δρόμο του Θεού και αν τηρούνε τις εντολές
του.
Ο ένας, γερασμένος, με τριμμένες φτερούγες και ύφος
κάποιου που πιστεύει ότι οι άνθρωποι
δύσκολα αλλάζουν το δρόμο που έχουν πάρει, ότι δε μπορεί να αλλάξει ούτε τον
εαυτό του και ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να έχει ως έχει.

Σαν ήρθαν στη γη πήραν ανθρώπινη μορφή και πέρασαν από πόλεις και χωριά. Είδαν παιδιά να
γυρίζουνε στους μαύρους δρόμους και να ζητιανεύουνε για ένα κομμάτι ψωμί.
Είδανε γέρους, απόμαχους της ζωής, ανθρώπινα κουφάρια, να σκαλίζουν στα
σκουπίδια για τροφή κι ύστερα να περπατούν στο άγνωστο ψάχνοντας να βρουν που
πήγανε τα ρημαγμένους τους χρόνια. Την ίδια ώρα είδαν ανθρώπους σκυμμένους πάνω
στα πράσινα τραπέζια να ξοδεύουνε το βιος τους παίζοντας τα χρήματα που έχουν
αλλά κι αυτά που δεν έχουν.
Σαν νύχτωσε, αποκαμωμένοι έφτασαν σ’ ένα πλούσιο σπίτι
και ζήτησαν από τη νοικοκυρά να τους επιτρέψει να περάσουν εκεί τη βραδιά. Έξω
ο αέρας λυσσομανούσε και το κρύο περόνιαζε τους ανθρώπους. Δεκέμβρης ήτανε
άλλωστε. Η νοικοκυρά, δίχως να γνοιαστεί
καθόλου αν οι ξένοι πεινούσαν ή όχι, τους έβαλε απλά να κοιμηθούν σε ένα
δωμάτιο. Ο νέος άγγελος, έχοντας στην τσέπη τον ύπνο, κοιμήθηκε αμέσως. Ο
γέρος, ολιγόυπνος καθώς ήταν τον πήρε για λίγο και πριν από τα χαράματα ήτανε
στο πόδι. Σαν ξύπνησε ο νέος, τον είδε να προσεύχεται μπροστά σε μία κολόνα του
σπιτιού.
-Τι κάνεις; Του λέει.
-Να, αυτή η κολόνα έχει μια
ρωγμή και κινδυνεύει το σπίτι να πέσει. Παρακαλώ λοιπόν τον Κύριο να την
κλείσει για να μην κινδυνεύει πια το σπίτι που μας φιλοξένησε.
Το πρωί έφυγαν. Η νοικοκυρά, αν και ήταν πλούσια, δεν
τους προσέφερε ούτε νερό. Όλη την επόμενη μέρα περπατούσαν και το βράδυ έφτασαν
σε μία αγροικία. Ένα χαμόσπιτο στο οποίο έμενε ένα ζευγάρι με τη μοναχοκόρη
τους. Τους δέχτηκαν με μεγάλη χαρά.
-Δεν έχουμε τίποτε να σας προσφέρουμε τους είπαν. Θα
μοιραστούμε μαζί σας με χαρά το λιγοστό ψωμί μας. Το πρωί όμως θα αρμέξουμε την
αγελάδα μας και θα πιείτε φρέσκο γάλα.
Κοιμήθηκαν όλοι στο ίδιο δωμάτιο. Το ζευγάρι τους έδωσε
το κρεβάτι του κι εκείνοι έστρωσαν χάμω.
Το πρωί όμως μπήκαν μέσα αλλόφρονες και τους ανακοίνωσαν
ότι το βράδυ ψόφησε η αγελάδα τους και τώρα απόμειναν πιο φτωχοί απ’ ότι ήταν.
Τώρα δυστυχώς δεν έχουμε τίποτε να σας προσφέρουμε και
λυπούμαστε πολύ γι’ αυτό.
Έτσι οι άγγελοι πήραν ξανά το δρόμο νηστικοί. Κάθε τόσο
ο νέος γύριζε και κοίταζε το γέρο εμφανώς νευριασμένος. Στο τέλος δεν άντεξε.
Στάθηκε αντίκρυ του και του είπε: «Στο πρώτο σπίτι, που οι άνθρωποι ήταν
πλούσιοι, που η καρδιά τους ήταν άδεια, που δε μας προσέφεραν τίποτε
παρακάλεσες τον Κύριο να φτιάξει το σπίτι τους κι εδώ που μας τα’ δωσαν όλα,
που μοιράστηκαν μαζί μας το λιγοστό ψωμί τους δεν έκανες τίποτε. Πώς μπόρεσες;»
Ο γέρος τον κοίταξε υπομονετικά. Ύστερα του είπε: «Πόσα
πράγματα βλέπεις και πόσα λίγα καταλαβαίνεις. Στο πρώτο σπίτι μέσα στην κολόνα
υπήρχε ένας μεγάλος θησαυρός. Επειδή όμως η ιδιοκτήτρια του σπιτιού ήταν κακός
άνθρωπος και επειδή δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί με άλλους αυτό το
θησαυρό, αντιθέτως με την απόκτησή του θα γινόταν ακόμη χειρότερος άνθρωπος,
παρακάλεσα τον Κύριο να κλείσει την κολόνα και ο θησαυρός να μη βρεθεί ποτέ.
Στο άλλο σπίτι, μέσα στη νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμόταν, ήρθε ο Άγγελος του
Θανάτου, ήρθε για να πάρει το κορίτσι τους. Επειδή όμως είναι φίλος μου από τα
παλιά κι επειδή δε μπορούσε να φύγει με άδεια χέρια τον παρακάλεσα αντί για το
κορίτσι να πάρει τη γελάδα.
Την άλλη μέρα οι άγγελοι γύρισαν στον ουρανό. Είπανε
στον Κύριο ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, ότι οι άνθρωποι δε βαδίζουν στο δρόμο που
εκείνος έχει χαράξει γι’ αυτούς, αλλά υπάρχουν κάποιοι που συντηρούν την
ελπίδα. Ότι η ελπίδα δεν έχει ολωσδιόλου χαθεί.
[i] Την ιστορία αυτή τη θυμόμουν αμυδρά.
Ήταν του Paulo
Coelho και την είχα διαβάσει στον «Ταχυδρόμο», ένα
ένθετο περιοδικό των Νέων του Σαββάτου. Πρόσφατα όμως την βρήκα με περισσότερα
δρώμενα, αλλά σαφέστατα η ίδια ιστορία, με τον τίτλο «Οι εντολές του Θεού».
AaTh
αρ. 750-799 –Dawkins MGF αρ 84. Ποντιακή παραλλαγή από το βιβλίο
του Ξενοφώντα Κ. Άκογλου. Λαογραφικά Κοτυώρων. Αθήνα 1939.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου