Που
’σαι Θανάση
Ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.
Ήταν τα πρώτα χρόνια που είχα μετακομίσει από το μονοθέσιο της Μακρυμάλλης στο
2ο Δημοτικό Σχολείο Ψαχνών. Μεγάλο σχολείο, δωδεκαθέσιο, πάνω από
διακόσια πενήντα παιδιά είχε τότε. Έτσι στα διαλείμματα, όχι ένας, αλλά δύο
δάσκαλοι «περιπολούσαμε» στο προαύλιο, σ’ αυτό το τεράστιο προαύλιο.
Εκείνη τη μέρα ήμουν εφημερία με το Θανάση τον Κούρνη. Το φιλόσοφο του σχολείου μας. Ένα πολύ μορφωμένο δάσκαλο που μας έκανε ευχάριστα τα διαλείμματα με τις ατέλειωτες συζητήσεις του. Στο πρώτο διάλειμμα λοιπόν, ενώ καθόμουν στις κερκίδες κι έβλεπα τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο, βλέπω δασκάλους και παιδιά να τρέχουνε κατά κάτω, κατά τη δυτική πλευρά του σχολείου. Χωρίς να ξέρω το γιατί, άρχισα να τρέχω κι εγώ. Φτάσαμε και τότε τα είδαμε όλα. Ένα μικρό, ένα τσοπανόπουλο, είχε ανέβει σε μια ελιά, από την οποία γλίστρησε κι έπεσε κι ένα κλωνάρι που εξείχε του τρύπησε την κοιλιά. Ένα τμήμα του εντέρου, που έμοιαζε με λάστιχο σπιράλ του Πετζετάκι, έκανε την εμφάνισή του από το άνοιγμα. Τον πήραμε με το Θανάση, τον βάλαμε στο αυτοκίνητό μου και πήγαμε στο Κέντρο Υγείας. Εκεί, αφού έκαναν μία πρώτη διάγνωση, μας ενημέρωσαν ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο ασθενοφόρο. Μας έβαλαν ένα μπλε στρώμα στο πίσω κάθισμα, σαν κι αυτό που κάνουνε κωλοτούμπες τα παιδιά κι αφού μας είπαν να μην ανησυχούμε, μας έστειλαν στο νοσοκομείο.
Η αλήθεια είναι ότι το παιδί ήταν από τη φύση του λίγο χλωμό, πράγμα το οποίο, παρά τις διαβεβαιώσεις των γιατρών, επέτεινε την ανησυχία μας. Ξεκινήσαμε λοιπόν για τη Χαλκίδα, μπροστά εμείς πίσω αυτός. Αυτός ο κακομοίρης, είχε φοβηθεί πολύ κι άρχισε να κλαψουρίζει «δεν θέλω να πεθάνωωω». Ο Θανάσης γύρισε προς τα πίσω, εκεί κάπου στην Αρτάκη και του λέει: «μη φοβάσαι ρε, δεν πεθαίνεις. Και να θυμάσαι ότι εγώ κι ο κύριος Σταύρος σου σώσαμε τη ζωή και κάθε Πάσχα, θα φέρνεις ένα αρνί σε μένα κι ένα αρνί στον κύριο Σταύρο».
Είναι αλήθεια ότι το χιούμορ, είναι μία βαλβίδα που βγάζει τον αέρα και ομαλοποιεί τα συστήματα, όταν ξέρεις να το χρησιμοποιείς. Κι ο Θανάσης ήξερε. Λίγο πιο κάτω ο μικρός άρχισε τα ίδια: «δεν θέλω να πεθάνωωω» σε πιο κλαψιάρικο τόνο αυτή τη φορά. Κι ο Θανάσης το βιολί του: «μη φοβάσαι ρε, δεν πεθαίνεις. Και να θυμάσαι ότι εγώ κι ο κύριος Σταύρος σου σώσαμε τη ζωή και κάθε Πάσχα, θα φέρνεις ένα αρνί σε μένα κι ένα αρνί στον κύριο Σταύρο».
Από τη μία είχε στεγνώσει το στόμα μου από την αγωνία κι από την άλλη μου ερχότανε να γελάσω. Με τα πολλά φτάσαμε στο νοσοκομείο και έβαλαν το παιδί στο χειρουργείο. Οι γονείς του, κτηνοτρόφοι, μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, ήρθανε στο νοσοκομείο στις 8.30 το βράδυ. Με το μηχανάκι. Έπρεπε να ασφαλίσουν πρώτα τα πράματα βλέπετε. Ευτυχώς για μας, ήταν απλοί άνθρωποι που καταλαβαίνανε ότι σε ένα προαύλιο πέντε στρεμμάτων, δεν μπορείς και να θες, να είσαι πάνω από κάθε παιδί. Αν όλα αυτά γινότανε σήμερα, οι εφημερίδες θα έγραφαν λίβελους για την ανικανότητά μας, η Ευβοϊκή Γνώμη θα μας είχε στην πρώτη σελίδα κι εμείς μπορεί να ψάχναμε δικηγόρους για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα την ημέρα της κηδείας του φίλου μας του Θανάση. Δε λένε ότι δε γίνεται γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία δίχως γέλια; Αυτό. Τα θυμήθηκα, αφού ντράπηκα πρώτα, που δε βρέθηκε ένας από μας να πει μια κουβέντα. Να κατευοδώσει το δάσκαλο, που στα νιάτα του είχε πάει στο Κάβο Ντόρο, να δει αν κουνιούνται οι βάρκες και που είχε ξεστραβώσει δεκάδες μαθητές.
Εκείνη τη μέρα ήμουν εφημερία με το Θανάση τον Κούρνη. Το φιλόσοφο του σχολείου μας. Ένα πολύ μορφωμένο δάσκαλο που μας έκανε ευχάριστα τα διαλείμματα με τις ατέλειωτες συζητήσεις του. Στο πρώτο διάλειμμα λοιπόν, ενώ καθόμουν στις κερκίδες κι έβλεπα τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο, βλέπω δασκάλους και παιδιά να τρέχουνε κατά κάτω, κατά τη δυτική πλευρά του σχολείου. Χωρίς να ξέρω το γιατί, άρχισα να τρέχω κι εγώ. Φτάσαμε και τότε τα είδαμε όλα. Ένα μικρό, ένα τσοπανόπουλο, είχε ανέβει σε μια ελιά, από την οποία γλίστρησε κι έπεσε κι ένα κλωνάρι που εξείχε του τρύπησε την κοιλιά. Ένα τμήμα του εντέρου, που έμοιαζε με λάστιχο σπιράλ του Πετζετάκι, έκανε την εμφάνισή του από το άνοιγμα. Τον πήραμε με το Θανάση, τον βάλαμε στο αυτοκίνητό μου και πήγαμε στο Κέντρο Υγείας. Εκεί, αφού έκαναν μία πρώτη διάγνωση, μας ενημέρωσαν ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο ασθενοφόρο. Μας έβαλαν ένα μπλε στρώμα στο πίσω κάθισμα, σαν κι αυτό που κάνουνε κωλοτούμπες τα παιδιά κι αφού μας είπαν να μην ανησυχούμε, μας έστειλαν στο νοσοκομείο.
Η αλήθεια είναι ότι το παιδί ήταν από τη φύση του λίγο χλωμό, πράγμα το οποίο, παρά τις διαβεβαιώσεις των γιατρών, επέτεινε την ανησυχία μας. Ξεκινήσαμε λοιπόν για τη Χαλκίδα, μπροστά εμείς πίσω αυτός. Αυτός ο κακομοίρης, είχε φοβηθεί πολύ κι άρχισε να κλαψουρίζει «δεν θέλω να πεθάνωωω». Ο Θανάσης γύρισε προς τα πίσω, εκεί κάπου στην Αρτάκη και του λέει: «μη φοβάσαι ρε, δεν πεθαίνεις. Και να θυμάσαι ότι εγώ κι ο κύριος Σταύρος σου σώσαμε τη ζωή και κάθε Πάσχα, θα φέρνεις ένα αρνί σε μένα κι ένα αρνί στον κύριο Σταύρο».
Είναι αλήθεια ότι το χιούμορ, είναι μία βαλβίδα που βγάζει τον αέρα και ομαλοποιεί τα συστήματα, όταν ξέρεις να το χρησιμοποιείς. Κι ο Θανάσης ήξερε. Λίγο πιο κάτω ο μικρός άρχισε τα ίδια: «δεν θέλω να πεθάνωωω» σε πιο κλαψιάρικο τόνο αυτή τη φορά. Κι ο Θανάσης το βιολί του: «μη φοβάσαι ρε, δεν πεθαίνεις. Και να θυμάσαι ότι εγώ κι ο κύριος Σταύρος σου σώσαμε τη ζωή και κάθε Πάσχα, θα φέρνεις ένα αρνί σε μένα κι ένα αρνί στον κύριο Σταύρο».
Από τη μία είχε στεγνώσει το στόμα μου από την αγωνία κι από την άλλη μου ερχότανε να γελάσω. Με τα πολλά φτάσαμε στο νοσοκομείο και έβαλαν το παιδί στο χειρουργείο. Οι γονείς του, κτηνοτρόφοι, μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, ήρθανε στο νοσοκομείο στις 8.30 το βράδυ. Με το μηχανάκι. Έπρεπε να ασφαλίσουν πρώτα τα πράματα βλέπετε. Ευτυχώς για μας, ήταν απλοί άνθρωποι που καταλαβαίνανε ότι σε ένα προαύλιο πέντε στρεμμάτων, δεν μπορείς και να θες, να είσαι πάνω από κάθε παιδί. Αν όλα αυτά γινότανε σήμερα, οι εφημερίδες θα έγραφαν λίβελους για την ανικανότητά μας, η Ευβοϊκή Γνώμη θα μας είχε στην πρώτη σελίδα κι εμείς μπορεί να ψάχναμε δικηγόρους για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα την ημέρα της κηδείας του φίλου μας του Θανάση. Δε λένε ότι δε γίνεται γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία δίχως γέλια; Αυτό. Τα θυμήθηκα, αφού ντράπηκα πρώτα, που δε βρέθηκε ένας από μας να πει μια κουβέντα. Να κατευοδώσει το δάσκαλο, που στα νιάτα του είχε πάει στο Κάβο Ντόρο, να δει αν κουνιούνται οι βάρκες και που είχε ξεστραβώσει δεκάδες μαθητές.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου