Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Γρηγόριος Ξενόπουλος Αφιέρωμα

 

 


Γρηγόριος Ξενόπουλος

αφιέρωμα

 


(Κείμενο που είχε γραφτεί με αφορμή τα 50 χρόνια

από το θάνατό του)

Έτος Γρηγορίου   Ξενόπουλου

(1867-1951)

50 χρόνια από το θάνατό του

 

Αντί προλόγου


 
Το έτος 2001 θα έπρεπε να ανακηρυχθεί έτος επτανησιακών γραμμάτων διότι συνέπεσαν οι επέτειοι των 100 χρόνων από το θάνατο του Λασκαράτου και των 50 από το θάνατο του Σικελιανού και του Ξενόπουλου. Μπορεί βέβαια να μην έγινε κάτι τέτοιο, εν τούτοις η πολιτιστική κληρονομιά της Επτανήσου, ιδιαίτερα στο λογοτεχνικό αλλά και στο εικαστικό πεδίο παραμένει πολύτιμη.

 

Ο Ξενόπουλος θεωρείται αναντίρρητα μία σημαντική μορφή της νεοελληνικής λογοτεχνίας αλλά     και του θεάτρου. Ως αναφορά τη λογοτεχνία έδωσε      τόσα μυθιστορήματα και διηγήματα όσα ίσως κανείς    άλλος   και δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και τώρα οι αδελφοί Βλάσση, που έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου την έκδοση των βιβλίων του, ανακαλύπτουν ανέκδοτα έργα του και τα εκδίδουν.

Αλλά και στο παιδικό βιβλίο ήταν πρωτοπόρος. «Η διάπλασις των παίδων», γαλούχησε γενιές και γενιές σε μια εποχή που κανένας δεν ποντάριζε στην έκδοση εντύπων με αποδέκτη το παιδί.

Η μεγαλύτερη προσφορά του όμως ήταν στο νεοελληνικό θέατρο. Έφερε με επιτυχία το γαλλικό μπουλβάρ στα ελληνικά δεδομένα. Η αστική κωμωδία ήταν καθαρά δημιούργημά του. Όσο κι αν θαυμάζουμε –το ποιοτικό- «Μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας», εν τούτοις οι γνωρίζοντες επιμένουν ότι οι κωμωδίες του, «ο πειρασμός» για παράδειγμα, είναι σημαντικότατα έργα από πλευράς γραφής και τεχνικής.

 

Για μας, ο Ξενόπουλος, θα παραμείνει ο αφηγητής των άγουρων ερώτων,  τότε που η πολιορκία, οι στρατηγικές και η υπομονή στην κατάληψη «ενός κάστρου», είχαν την ίδια αξία μ’ αυτήν ακριβώς την κατάληψη, τότε που  περιέφεραν πρώτα για λίγο τον έρωτα γύρω από το μυαλό και την καρδιά, πριν τον θυσιάσουν στο βωμό του ενσωματωμένου συμπεράσματος.

Σ.Π.Παπασηφάκης


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ



9.12.1867: Γέννηση του συγγραφέα στην Κωνσταντινούπολη, με πατέρα τον Ζακυνθινό Διονύσιο Ξενόπουλο και μητέρα τη Φαναριώτισσα Ευθαλία Θωμάδου.

1868: Εγκατάσταση της οικογένειας Ξενοπούλου στη Ζάκυνθο.

1879: Έκδοση του περιοδικού ¨Η Διάπλασις των Παίδων¨, στο οποίο γράφεται αμέσως συνδρομητής.

1880: Πρώτη δημοσίευση του Ξενόπουλου, (ένα έμμετρο αίνιγμα) στη Διάπλαση.

1883: Τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει Φυσικομαθηματικός. Τυπώνεται το πρώτο μυθιστόρημά του, ¨Θαύματα του Διαβόλου¨.

1885: Γράφει και δημοσιεύει στίχους του στην καθαρεύουσα.

1887 / 88: Εγκαταλείπει τις σπουδές του και αφοσιώνεται στη λογοτεχνία.

1889 /90: Αρχίζει τη συνεργασία του με το περιοδικό «Εστία». 1894: Α΄ γάμος του με την Ευφροσύνη Αχιλ. Διογενείδη.

1895: Παρουσιάζεται η κωμωδία του «Ο Ψυχοπατέρας». Γεννιέται η κόρη του, Λεωνή.

1896: Αρχισυντάκτης στη Διάπλαση - Ανανεώνει την ύλη της και γράφει την Α΄ «Αθηναϊκή Επιστολή» του.

1901: Β΄ γάμος του με την Χριστίνα (Τίνα) Γ. Κανελλοπούλου. 1902: Γέννηση της κόρης του Αικατερίνης.

1903: Γέννηση του μετέπειτα γαμπρού του, Χριστόφορου Νάτσιου (γλύπτη).

1904: Γέννηση της κόρης του Ευθαλίας (συζ. Χριστόφορου Νάτσιου). «Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας».

1906: Επίσκεψη στη Ζάκυνθο. Εκδίδεται το μυθιστόρημα «Μαργαρίτα Στέφα».

1908 / 09: Η Κυβέλη παρουσιάζει στη Ζάκυνθο, με μεγάλη επιτυχία, το δράμα του, «Φωτεινή Σάντρη».

1909: «Στέλλα Βιολάντη».

1910: «Ο Πειρασμός». 1911: Τελευταίο του ταξίδι στη Ζάκυνθο.
1912: Αρχίζει τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Έθνος».

1913: «Το Ψυχοσάββατο».

1914: «Το Φιόρο του Λεβάντε».

1915: «Ο Κόκκινος Βράχος».

1918: «Καβαλερία ποπολάνα».

1919: Του απονέμεται ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος. «Οι Φοιτηταί».

1922: «Το ανθρώπινο». Του απονέμεται το Εθνικόν Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών.

1923: «Η Αδελφούλα μου».

1924: «Η τρίμορφη γυναίκα».

1925: «Αναδυομένη».

1927: Ιδρύει και εκδίδει το περιοδικό «Νέα Εστία».

1928: Θάνατος της μητέρας του στη Ζάκυνθο.


1931: Εκλέγεται ακαδημαϊκός.

1932: «Ανιέζα», «Θείος Όνειρος».

1933: «Ο ποπολάρος». Τη διεύθυνση της «Νέας Εστίας» αναλαμβάνει ο γαμπρός του, Πέτρος Χάρης, λογοτέχνης.

1938 / 39: Δημοσιεύται η «Αυτοβιογραφία» του στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα».

1940: «Νύχτα γεμάτη θαύματα».

1945: Καταστρέφεται το σπίτι του στην οδό Ευριπίδου 42, στην Αθήνα. Γράφει στη Διάπλαση την τελευταία του «Αθηναϊκή Επιστολή».

1948: Διακόπτεται η έκδοση της Διάπλασης.

14.1.1951: Θάνατος και ταφή του Ξενόπουλου στην Αθήνα.

1956: Επανεκδίδεται η «Διάπλασις των Παίδων» από την Εύα Κυριακού και, ένα χρόνο μετά, από τον Κώστα Παράσχο.

Επιμέλεια κειμένου: Διονύσιος Σέρρας
Συνεργάτης: Μαρία Φιορεντίνου - Λάππου
 

Το χρονολόγιο είναι από το δικτυακό τόπο του μουσείου που είναι αφιερωμένο στον Γρηγόριο Ξενόπουλο και βρίσκεται στην περιοχή της Φανερωμένης, στην πόλη της Ζακύνθου.

www.zakynthosnet.gr/xenopoulos

  

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΦΩΣΚΟΛΟΥ

ΔΙΗΓΗΜΑ

Υ

πήρχαν βλέπετε, και πράγματα  που δεν ημπορούσε να τα εμπιστευθή κανείς στα χέρια των βαστάζων.  Κι’  αυτά ήταν: μια μεγάλη, παλιά εικόνα του Φώσκολου —δόξα του τόπου — σε χρυσή κορνίζα, κρεμασμένη στο Γυμνασιαρχείο, έπειτα η συλλογή των οργάνων της Φυσικής και της Χημείας, που έπιανεν ένα ολόκληρο δωμάτιον.

—Παιδιά, είπεν ο καθηγητής στους μαθητάς της Τετάρ­της, θα σας παρακαλέσω να έλθετε αύριο το πρωί, να με βοηθή­σετε στη μετακόμισι.

—Τι ώρα;  τι ώρα; ρώτησαν είκοσι πρόθυμες φωνές.

—Στας εννέα. Εγώ θα έλθω πρωτύτερα, θα λύσω τις μη­χανές και θα τα έχω όλα έτοιμα.  Σεις θα πάρετε τα κομμάτια και θα τα κουβαλήσετε στα χέρια...

Και μ’ εν' αμίμητο χαμόγελο, ειρωνικώτατο — α, δεν ήταν καθόλου σχολαστικός — επρόσθεσε:

—θα προσφέρετε μιαν εκδούλευσι στην Επιστήμη.

—Και στην Πατρίδα! συμπλήρωσε σίγα ο μαθητής, πού τον εννοούσε περισσότερο.

Όταν την άλλην ημέρα, στας εννέα, οι μαθηταί της Τε­τάρτης επήγαν εις το Γυμνάσιο, ηύραν το εργαστήρι  άνω - κά­τω: τ’  αρμάρια αδειανά, τα τραπέζια γεμάτα, τις μηχανές λυ­μένες, το πάτωμα στρωμένο με τα κομμάτια τους. Ο καθηγη­τής ξεμανίκωτος, κατακόκκινος, ίδρωνεν ακόμη ν'  αποτελειώση την ετοιμασία.

—Καλώς ήλθατε, τους είπε, σταθήτε μια στιγμή να λύσω και την αεραντλία, κι' αρχίζουμε αμέσως.

Από τους μαθητάς, άλλοι έμειναν εκεί μέσα, μήπως ήθε­λε γίνει ανάγκη να τον βοηθήσουν, άλλοι εσκορπίσθηκαν εις τους διαδρόμους και εις τας τάξεις. Ήταν πλέον έρημες. Τα έπιπλα, θρανία, καθέδρες και μαυροπίνακες, τα είχαν μετακομί­σει στο καινούργιο σπίτι, από το χάραμα. Και η γύμνια εκείνη των δωματίων, όπου οι μαθηταί είχαν περάσει τριών χρόνων ευχάριστες ώρες, εγέμιζε την ψυχήν τους με μιαν απέραντη με­λαγχολία. Οι τοίχοι, εδώ κι’ εκεί ξεφτισμένοι, οι πόρτες, γε­μάτες μολυβιές και μουντζούρες, τα βάθρα των παραθύρων, σκα­λισμένα με σουγιάδες, τα πατώματα όλο με λεκέδες μελάνης. Καθεμιά από τις μικρές αυτές καταστροφές του παλιού σπιτιού — που αποτελούσαν ένα σύνολον ωσάν φθοράς εντόμων υπομονητικής και μακροχρονίου — ενθύμιζεν εις τους ζωηρούς εφήβους και από μια σκηνή, και από ένα  επεισόδιον της μαθη­τικής των ζωής αλησμόνητον.

Κι’  άρχισαν μεταξύ των μιαν συνομιλία, όλο από  αναμνή­σεις, περίλυπη στην αρχή, αλλά εις το τέλος φαιδρότατη. Θυ­μάσθε τούτο;... Αμή θυμάσθε εκείνο;... θυμασθε το κάζο του Οβραίου;... θυμάσθε το σεισμό του Παπά;... Τι γέλια! τι γέ­λια!..

Ο «Οβραίος» είχε περάσει μιαν ημέρα, στην ώρα του δια­λείμματος, και τον απόκλεισαν από τα παράθυρα με πετριές, α­στείες περισσότερο παρά επικίνδυνες, με ξεφτίσματα τοίχου. Ο «Παπάς» πάλι, ήταν καθηγητής των Ιερών, και μια από τας διασκεδάσεις των ήταν να του κάμνουν σεισμό — συνηθισμένο πρά­γμα, στη χώρα εκείνη των σεισμών! — τραντάζοντας τον ξυλότοιχο του διαδρόμου. Ο Ζέρβας, ο ηράκλειος έφηβος με τις χερούκλες του, ήταν μοναδικός για το τράνταγμα. Έ, Ζέρβα θυμάσαι;...

—Πως δε θυμάμαι, είπεν ο Ζέρβας, αν θέλετε μάλιστα, το κάνω και τώρα...

—Ναι ναι  είπεν ο Λευτάκης κάμε μας ένα σεισμό, να ζήσεις.

—Μα όχι καταστροφή, είπεν ο Γιαννιός να είναι μικράς διαρκείας, και, αν είναι δυνατόν, σεισμός.

Μερικοί έφεραν αντίρρησι. Εσέβουνταν πολύ τον Μαθηματι­κό, και δεν ήθελαν να τον θυμώσουν...  Αλλ’  ως που να γίνη η συζήτησις, ο Ζέρβας, ζωηρότατος όπως πάντα, βγήκε κιόλα στο διάδρομο, απίθωσε τις χερούκλες του στον ξυλότοιχο και  άρ­χισε να τραντάζη. Πρώτα σιγά... έπειτα δυνατά...  Άρχισαν τα γέλια. Το παλιό σπίτι εσείσθη με όλο το κρεσέντο σει­σμού αληθινού. Τα γυαλιά έτριξαν, τα θυρόφυλλα επλατάγισαν, τ’ ασβεστώματα έπεσαν με κρότο, και τ’ άδεια δωμάτια άφισαν στεναγμούς, ως να επέρασεν από μέσα πνοή αέρος ισχυρού... Ο Μαθηματικός, και όσοι έμειναν μαζί του εις το εργαστήρι, έτρεξαν αμέσως επί τόπου, όπως τρέχουν για να σωθούν  από σεισμό αληθινό.

Ο καθηγητής όμως δεν ήταν φοβισμένος  ήταν θυμωμένος.

—Για να σας πω, λογιώτατοι! τους εφώναξε ε, λογιώτατοι, για να σας πω!!... α, λογιώτατοι!!!

Έμεινεν ολίγες στιγμές, τους εκύταξε με αυστηρότητα — εκρατούσε στο χέρι μια Λουγδουνικήν Λάγηνον — και έπειτα επισωπλάτησε κι έφυγε, χωρίς να πρόσθεση άλλη λέξιν. Τα γέλια επνίγηκαν αλλ’  άμα έφυγεν, εξέσπασαν πάλιν ακράτητα, ολόψυχα και δυνατά. Η  φαιδρότης εμβήκε πλέον κατακτητική εις τας ψυχάς των εφήβων, ύστερ’ από την πρώτη μελαγχολία και τους έπιασεν όρεξις νεανική ν’ ατακτήσουν, να φουρκίσουν, να γελάσουν, να χαρούν δυνατά, όπως και στις πιο ευτυχισμέ­νες ημέρες του παλιού σπιτιού...

—Α, μα κάτι πρέπει να γίνη σήμερα! είπεν ο Ζέρβας.

—Τώρα με το κουβάλημα, επρότεινεν ένας μικρός.

—Τι να κάμης στο κουβάλημα; είπεν ο Γιαννιός, μήπως θα πάμε όλοι μαζί; είπε πως θα μας στέλνη  δύο - δύο...

—Το ζήτημα είναι ότι ο Ζέρβας έχει δίκιο, είπεν ο Λευτάκης,  κάτι πρέπει να γίνη  σήμερα, και κάτι πού να βγάλη άκουσμα.

Κάτι... άλλα τι;

Ο  Ζέρβας έμεινε κάμποσην  ώρα με τα μάτια καρφωμένα επάνω στην μεγάλην εικόνα του Φώσκολου, ξεκρεμασμένη και ορθή σε μια γωνία του Γυμνασιαρχείου. Έπειτα, ως να τον ενέ­πνευσεν έξαφνα, εκτύπησε τα παλαμάκια κι'  εφώναξε:

—Το εύρηκα! το εύρηκα!... Α, μα θα είναι έκτακτο, α, μα θα είναι πράμα σπετάκολο! Δεν θα φύγουμε δύο -δύο, θα πάμε όλοι μαζί  θα κάμουμε λιτανεία του Φώσκολου... θα τον πάμε με τη μπάντα, με το σταυρό και με το καπίτολο... θα μαζωχθή ασκέρι, που δεν το είδατε ποτέ σας... Την παίρνω απάνω μου τη δουλειά, μόν’ έγνοια σας! εσείς δεν έχετε παρά να με ακούσετε.

Τους έπιασαν τέτοια γέλια, πού δεν μπορούσε πια να μιλήση κανείς. Εφαντάσθηκαν αμέσως την παράξενη λιτανεία, το Φώσκολο ανάμεσα στα όργανα της Φυσικής, την έκπληξι των ανθρώπων που θ' απαντούσαν στο δρόμο μια τέτοια παράταξι, κι' επροεξοφλούσαν όλη τη φαιδρότητα, πού θα τους έδινεν ένα τέ­τοιο αστείο. Ά, μα σου ήταν ένας αυτός ο Ζέρβας!...

Κι ευθύς, με όλη τη μυστικότητα συνωμοτών, εκατάστρωσαν τα σχέδια. Η συγκέντρωσις θα εγίνονταν κάτω εις την είσοδο, εις το μεγάλο ι ν τ ρ ό ι τ ο του παλιού Γυμνασίου. Καθένας που θα κατέβαινε, φορτωμένος με το πράγμα του, θα εστέκετο εκεί και θα επερίμενε τους άλλους, για να ξεκινήσουν όλοι μαζί. Ο Ζέρβας θα είχε το γενικό πρόσταγμα, σαν τελε­τάρχης, και θα εκανόνιζε τα πάντα. Σουτ; σιωπή! Λοιπόν στο Ι ν  τ ρ ό ο ι τ ο, να μη φύγη κανείς!

Ο καθηγητής δεν υποπτεύθηκε τίποτε. Άρχισε να παραδίδη τα πράγματα εις τους αυτοσχέδιους αχθοφόρους και να τους εκπέμπη δύο δύο, με την παραγγελία μόνον να προσέχουν καλά εις το δρόμο μήπως κάμουν καμμιά ζημιά. Τίποτε άλλο.

Υπήρχεν άκρα εμπιστοσύνη, και  όπως τ’ αγαπούσεν εκείνος τα επιστημονικά του εργαλεία, με την ίδιαν ευλάβειαν ενόμιζεν ότι τ’ αγαπούν όλοι. Θα τ’ άφιναν εις το νέο Γυμνάσιο, με προσοχή, εις το δωμάτιο που θα τους έδειχνεν ο επιστάτης, και θα εγύριζαν να πάρουν και τα άλλα. Εκείνος θα έφευγε μαζί με τους τελευταίους, όταν πλέον θα τα είχαν κουβαλήσει όλα. Αυτό ήτο, με μεγάλες γραμμές, το στρατηγικό σχέδιο του μαθηματι­κού, το όποιον άρχισε να εκτελήται. Δυστυχώς υπήρχε και το στρατηγικό σχέδιο του Ζέρβα, κι  άρχισε να εκτελήται κι εκείνο...

Ύστερ’ από μισήν ώραν, όλοι ευρέθηκαν συγκεντρωμένοι εις το  ι ν τ ρ ό ι τ ο, με παλμούς ανυπομονησίας και χαράς. Ο Ζέρβας, από τους πρώτους, έδιδε στον καθένα τη θέσι του, αναλόγως του πράγματος που του είχαν εμπιστευθή. Η μηχα­νή του Ατββούδ είχε λυθή, της έβγαλαν και τη γυάλινη θήκη και την τροχαλία και τα βαρίδια και όλα, ώστε δεν έμενε παρά ο κάθετος εκείνος γνώμων, με το υποστήριγμα της τροχαλίας επάνω. Ο μαθητής που εκρατούσε τον πανύψηλον αυτόν στύλον, έπρεπε να προηγηθή  εις την λιτανείαν. Έμοιαζε με σταυρόν η γυμνωμένη του μηχανή — με σύμβολο παράξενο, καμμιάς νέ­ας θρησκείας... Υπήρχαν δύο ηλεκτρικές μηχανές η μια του Χόλτς, ή άλλη του Ράμψεν. Από  αυτάς   εβγήκαν   τέσσεροι   δί­σκοι γυάλινοι,   πελώριοι,  μεγαλοπρεπέστατοι και οι τέσσεροι μαθηταί που τους εκρατούσαν, έπρεπε να περιστοιχίσουν τον σταυ­ρόν, όπως εις τας λιτανείας τα εξαπτέρυγα. Έπειτα θ’ ακολουθούσεν η μουσική. —Αμέ τι; χωρίς μουσική;— Οι μεγάλοι ο­ρειχάλκινοι σωλήνες της μηχανής του Ράμψεν ακτινοβολούσαν όπως και τα όργανα της μπάντας, με τη διαφορά ότι ήταν πολύ παραδοξότεροι κι επιδεικτικώτεροι. Ο Ζέρβας εφαίνετο κατεν­θουσιασμένος με αυτούς τους σωλήνας εφρόντισεν όμως να συμ­πληρώση την μπάντα του και με άλλα όργανα, ολωσδιόλου πρω­τοφανή: με το γυάλινο κουδούνι της αεραντλίας, με μια γυάλινη σφαίρα πού είχε μέσα ένα κουδουνάκι μετάλλινο, με τον πελώ­ριο γυάλινο σωλήνα, που αποδεικνύει την ταυτόχρονη πτώσι ό­λων των σωμάτων όταν λείψη ο ατμοσφαιρικός αέρας,  με την «αστραποβολούσαν ράβδον» του ηλεκτρισμού (η οποία έγινε μπαγκέττα του αρχιμουσικού)  και με ολόκληρη συστοι­χία πρασίνων λουγδουνικών λαγήνων!

Έπειτα θ’  ακολουθούσεν ο κλήρος. Καμμία δυσκολία: Εις το  εργαστήριον της Φυσικής υπήρχε και μία μικρή συλλογή από παλιά επιστημονικά βιβλία, αστρονομικούς χάρτας ινφόλλιο, πίνακας λογαρίθμων χονδρούς  σα λεξικά κ.τ.λ. Όταν οι μαθηταί, που τα είχαν στα χέρια, τα εκρατούσαν  ανοικτά, με σοβαρότητα, κι' έκαμναν πώς διαβάζουν, δεν εχρειάζοντο και άμφια, για να τους πάρης για παπάδες.

—Η θρησκεία μας καταργεί τα άμφια! είπεν ο Ζέρβας.

Τον κλήρον αποφασίσθη να περιστοιχίσουν και μερικά αλλά θρησκευτικά εμβλήματα, ακόμη πιο αφάνταστα. Παραδείγματος χάριν: Δύο τεταρτοκύκλια από διπλό ταφτά πράσινο, πού εχρησίμευαν στην ηλεκτρική μηχανή ο Κολυμβητής, ένας μικροσκοπικός πολυέλαιος μέσα στο νερό του κυλινδρικού του δο­χείου ο μετάλλινος δίσκος του ηλεκτροφόρου του Βόλτα με το γυάλινο χέρι, το ταίρι του, ένας δίσκος κατάμαυρος, από πίσσα χυμένη επάνω σε ξύλο,  δυο δέρματα γάτας, ένα ηλεκτρικόν εκ­κρεμές ένα χρονόμετρον εις σχήμα πυραμίδος ένα θερμόμετρον...

Από πίσω αμέσως θ’  ακολουθούσεν η εικόνα του Φώσκολου, το κέντρον της πομπής. Ο Ζέρβας εσοφίσθη κάτι τι θαυμαστόν: Επήρε το βάθρον της ηλεκτρικής μηχανής — ένα τραπέζι, χα­μηλό από κόκκινο ξύλο λουστραρισμένο — κι επάνω εις αυτό έστησε την εικόνα, όπως σε θρόνο. Δυο παιδιά, εμπρός και οπί­σω, θα εσήκωναν το τραπέζι, και άλλα δυο, από τα πλάγια, θα εκρατούσαν την εικόνα ορθή. Η δοκιμή επέτυχε στην εντέλεια.

—Μωρέ δόξα ο Φώσκολος! εφώναξεν ο Λευτάκης.

—Του αξίζει! άποκρίθηκεν ο Ζέρβας. Έχω ακουστά, πως ύστερ’  από το Λομπάρδο, είναι ο μεγαλύτερος άνθρωπος του τό­που μας!

Η πομπή θα εξακολουθούσε με το τραπέζι της αεραντλίας, επάνω εις το οποίον έβαλαν την υδρόγειο σφαίρα. Γύρω - γύρω θα εσχημάτιζαν τετράγωνο, τα παιδιά που εκρατούσαν  άλλα μι­κρότερα και ασήμαντα πράγματα: κουτιά, μπουκάλια, σωλήνες, χωνιά, βίδες, λογής - λογής κομμάτια. Εις το τέλος μια πελώ­ρια σφαίρα του ουρανού, που έπρεπε να την κρατούν τουλάχι­στον τρεις — και η πομπή έκλεινε.

—Έτοιμοι! είπεν ο τελετάρχης. Εμπρός!   Εβγήκαν εις το δρόμο, με την τάξι πού είπαμε, κι’ εξεκίνησαν.

Όσο ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο, από φόβο μήπως προβάλη ο καθηγητής και τους ιδή, εκρατούσαν τα πράγματα τους ταπεινά, κατεβασμένα σαν αληθινοί βαστάζοι. Αλλά  μόλις έστρι­ψαν, ο  Ζέρβας έδωκε το παράγγελμα:

—Ψηλά!  όσο μπορείτε ψηλά!

Τότε πλέον επήραν  το έπίσημον ύφος της πομπής, εσήκωσαν τα εμβλήματα, κι ετράβηξαν  ίσια κατά το νέο Γυμνάσιον, με βήμα σεμνόν και σοβαρόν. Κανένας δεν εγελούσεν. Ήταν αποφασισμένοι να παίξουν τη φάρσα τους με όλη την εντέλεια της υποκρίσεως. —Προπάντων να μη σας γνοιάζη για τον κόσμο! τους είχεν είπει ο Ζέρβας. Αδιαφορία και απάθεια, σαν να μη συνέ­βαινε τίποτε. Τη δουλειά σας! Και μιλιά! Όλο εμπρός!

Το νέον Γυμνάσιον δεν απείχε πολύ από το παλιό. Αλλά δια να υπάγουν, έπρεπε να περάσουν από το κεντρικότερο μέ­ρος της χώρας, από τη μέση του Φόρου και από την Πλατεία του Ποιητού. Ω, Θε μου! τι έγινε! τι έγινε! Παντού, ο κόσμος εις αναστάτωσι. Έβλεπαν ένα παράξενο, ένα εξαφνικό, κι έ­τρεχαν. Μα τι ήταν τελοσπάντων; Λιτανεία; Όχι. Κηδεία; Όχι. Διαδήλωσις; 'Όχι... Στην πρώτη συνάντησι, πολλοί έβγαλαν το καπέλλο τους κι εσταυροκοπήθηκαν. Έπειτα, άμα εννο­ούσαν πώς ήταν μάντσια — μπαρτζολέτα — έσκαζαν τα γέλια κι ακολουθούσαν, για ν’ απολαύσουν ακόμη περισσότερο το θέαμα. Σε κάθε βήμα, χίλια επεισόδια. Ένας μπακάλης στο Φόρο εξαφνίστηκε τόσο πολύ, που αγρίεψεν, έγινεν έξω φρενών, κι' έτρεχε ρωτώντας, σαν να εφοβέριζε την πο­λιτεία κανένας μεγάλος κίνδυνος:

—Για τ' όνομα του Χρίστου, μωρές παιδιά. Τι είναι;! πέστε μου, τι είναι!!!

Μια γριούλα, με το μαύρο μαντηλάκι της, εστάθηκε σε μια γωνιά, για να ιδή, κι’ ερώτησε κάνοντας το σταυρό της:

—Ποιος άγιος είναι, μάτια μου;

—Ο Φώσκολος, της αποκρίθηκαν.

—Άγιε μου Φώσκολε! σώσε τη χώρα!... είπε με κατάνυξι.

Ένα  κοριτσάκι, από την πόρτα, εφώναξε τις αδελφές του:

—Κοπέλλες!... εβγάτε!... η μπάντα!

Και τα παίδια του δρόμου έτρεχαν από πίσω, ή επροπορεύοντο με φωνές, και οι γυναίκες έβγαιναν εις τα παράθυρα, και κόσμος πολύς ακολουθούσεν ερωτών, ξεκαρδιζόμενος, χάσκων. Όταν η πομπή, με ασάλευτη τάξι, επιβλητικώτατη, έφθασεν εις την πλατεία, δεν εβλεπες παρά μία μαύρη μάζα, ανάμεσα στην οποίαν εγυάλιζεν η χρυσή κορνίζα του Φώσκολου και τα ορει­χάλκινα όργανα. Οι μαθηταί εδιατηρούσαν όλη τους τη σοβαρότητα, όλη τους την αξιοπρέπεια. Κανένας δεν ετολμούσε να τους πλησίαση πολύ. Παιδιά των καλλιτέρων οικογενειών, αρχοντόπουλα, εκρατούσαν κάτι πράγματα, που πρώτη φορά τα έβλεπεν ο κόσμος. Διασκέδασις, άλλα και απορία,  γέλια, αλλά και σεβασμός. Τι εσήμαιναν τελοσπάντων αυτά; Ανεξήγητο για τους περισσότερους. Και ένας είπεν:

-Είναι Μασόνοι!

Έξαφνα - η πομπή δεν είχε περάσει ακόμα την πλατεία- κάτι σαν ανατριχίλα τρόμου διέτρεξε το πλήθος. Μερικοί ετοιμάσθηκαν να το βάλουν στο πόδι, όπως εις τας διαδη­λώσεις... Κάτι κακό, κάτι επικίνδυνο συνέβαινεν. Ένας άνθρω­πος έτρεχε, έσχιζε το πλήθος, εσκουντούσεν, έφθανεν... Ήταν κατακόκκινος, αγριεμένος, είχε σηκωμένο το μπαστούνι του.

—Ψηλά!  όσο μπορείτε ψηλά! επρόσταξε για εκατοστή φο­ρά ο Ζέρβας.

—Κάτω!... Κάτω γρήγορα!!  αποκρίθηκεν από πίσω μια φωνή, σα βροντή.

Οι μαθηταί  επάγωσαν. Η  πομπή εστάθη.

Ήταν ο καθηγητής. Κάποιος τον ειδοποίησεν, εχύθη και τους έφθασε.

Σε μια στιγμή,  τελετάρχης και πομπευταί έγιναν πάλιν απλοί βαστάζοι. Τα εμβλήματα εκατέβηκαν, όπως και τα μούτρα, ο Φώσκολος εξεθρονίσθη, ο σταυρός έγινεν γνώμων, τα εξαπτέρυγα έγιναν δίσκοι, και το κουβάλημα εξακολούθησε κατά το νέον Γυμνάσιον, από διαφόρους δρόμους, και με όλη την ησυχία...

Ο θυμός του μαθηματικού ήταν μεγάλος και προμηνούσε μεγάλες τιμωρίες δια τους αρχηγούς του κινήματος. Αλλά τι τους έμελεν! Είχαν κάμει ένα πράγμα, πού θα το ενθυμούνταν για χρόνια να γελούν, ένα πράγμα πού αλήθεια έβγαλεν άκουσμα σε όλη τη χώρα. ΙΙου το πετροβόλημα του Οβραίου! Που  ο σει­σμός του Παπά!...

Η πρώτη δουλειά του καθηγητού, μόλις έφθασαν τα πρά­γματα, ήταν να τα επιθεώρηση λεπτομερώς. Και άμα εβεβαιώθη ότι δεν έλλειπε τίποτε, ότι όλα ήταν ακέραια και απείρακτα, ο θυμός του επέρασεν αμέσως. Α, δεν ήταν καθόλου σχολαστικός! Το κάτω - κάτω τι έκαμαν τα παιδιά; Εδιασκέδασαν την πλήξι του κουβαλήματος, κι’ εξύπνησαν λιγάκι και τον κόσμο, εις το ήσυχον εκείνο πρωί το σαββατιανό... Ηύρε πάλι το λεπτό του χα­μόγελο, το ειρωνικώτατο, και τους είπε:

—Κύριοι, ερεζιλέψατε την Επιστήμη!

-Και την Πατρίδα!  εσυμπλήρωσε σιγά ο μαθητής που τον εννοούσε περισσότερο.

1900

 

ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ 

Γρηγορίου Ξενόπουλου

Οι βαθμοί[i] 

Αγαπητοί μου,

…………………………………………………………………………………………..

Π

ήρα ένα ενδιαφέρον γράμμα από τη Μυτιλήνη. Αλλά  σ' εμένα έφθασε... ανυπόγραφο. Γιατί, ασφαλώς ο αποστολέας είχε υπογράψει κάποιο άλλο χαρτί, πού πήγε σε άλλον συνεργάτη.

Μου γράφει λοιπόν το διαπλασόπουλο από τη Μυτιλήνη:

«Με τον καιρό, η έννοια του σχολείου έχει φθαρεί! Έχει επικρατήσει η συνήθεια, αν όχι ή ιδέα, ότι στο σχολείο πηγαίνουμε για να πάρουμε βαθμούς! Είναι παρατηρημένο ότι ένα τεράστιο ποσοστό αν όχι ένα 100% των ερωτή­σεων σ' ένα μαθητή είναι για τους βα­θμούς του. Όλοι ενδιαφέρονται για τους βαθμούς και νομίζουν πώς αν έχεις βα­θμούς στερέωσες το μέλλον σου. Έτσι, έχει επικρατήσει μια τυφλή συνήθεια να διαβάζουμε για να παίρνουμε βαθμούς και όχι γιο να αποκτήσουμε γνώσεις για τη ζωή! 'Έχουμε επηρεαστεί από τις συνήθειες του κόσμου! Είναι σωστό αυτό;»

Σκοπός του σχολείου είναι να  μας μορφώνει και να μας δίνει εφόδια για τη ζωή. Να μας κάμει καλούς πολίτες και χρήσιμους στην Πατρίδα, χρήσι­μους στην οικογένεια μας και στον εαυ­τό μας. Δεν είναι εγωιστικό αυτό το τελευταίο. Γιατί άμα μπορέσουμε εμείς οι ίδιοι, χωρίς μέσα και χωρίς να κα­ταφεύγουμε σε άλλους, να δημιουργήσουμε κάτι γιο τον εαυτό μας, είναι μια  μεγάλη πρόοδος. Προοδεύουνε τα έθνη πού έχουνε καλούς πολίτες. Ας γίνου­με λοιπόν κι' εμείς καλοί πολίτες.


Το σχολείο μας δίνει τα πρώτα εφό­δια να μορφωθούμε και να βγούμε στην κοινωνία. Τι πρέπει να μάθει το παιδί. Αυτό το έχει ρυθμίσει η Πολιτεία με το υπουργείο Παιδείας, πού κανονίζει τη «διδακτέα ύλη» για κάθε τάξη,

Τώρα, από την άλλη πλευρά, σκοπός του μαθητή πρέπει να είναι η μόρφωση Δηλαδή να πάρει τα εφόδια πού πρέπει για να βγει πάνοπλος στην κοινωνία, να εργασθεί, και να βοηθήσει, όπως είπαμε, την Πατρίδα του και την οικογένεια του. Κανονικά, λοιπόν, στο σχολείο δεν έπρεπε να υπάρχουν... βαθμοί, αλλά να διδάσκει ο καθηγητής και να μαθαίνει ο μαθητής. «Όταν, στην αρχαιότητα, και πολύ αργότερα, δεν υπήρχανε ορ­γανωμένα σχολεία, οι μαθητές πηγαίνανε να παρακολουθήσουνε τους δασκά­λους. Αυτό βέβαια γινότανε κυρίως για ανώτερες σπουδές, άλλα και για εγκύκλια μαθήματα. Τώρα όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί η παιδεία έχει πολύ ευρύτερο ορίζοντα και οι γνώσεις που πρέπει να απόκτηση ο νέος, είναι πολύ περισσότερες.

Τώρα είναι πολύ εύκολο να μορφωθεί κανείς, ενώ άλλοτε ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. 0ι βαθμοί λοιπόν υπάρχουνε για να παρακολουθεί ο εκπαιδευτής την πρόοδο του μαθητή του. Αυτό όμως δε σημαίνει πώς ο μαθητής πρέπει απο­κλειστικά να διαβάζει για τους βαθμούς, άλλα να διαβάζει για να μορφώνεται και συνέπεια αυτού είναι το να παίρνει καλούς βαθμούς.

Ο δείκτης της μορφώσεως δεν είναι μόνο οι καλοί βαθμοί. Ο μορφωμένος μαθητής και γενικά κάθε άνθρωπος φαί­νεται και από τον τρόπο πού εκθέτει τις ιδέες του και τις γνώσεις του, είτε γραπτά είτε προφορικά. Ακόμη από τον τρόπο πού ενεργεί και χρησιμοποιεί τις γνώσεις του. Αν δηλαδή έχει αν­τίληψη, αν μπορεί να εκμεταλλευθεί το κάθε τι, πού έμαθε και να το χρησιμοποιήσει.

θα σας πω ένα απλό παράδειγμα: το να έχει ένας επιστήμων βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία, δεν αξίζει τίποτε αν δεν ξέρει να τα χρησιμοποιήσει. Να ξέ­ρει δηλαδή σε ποιο βιβλίο θα βρει αυτό πού θέλει. 'Έτσι συμβαίνει γενικά με τη μόρφωση. Πρέπει να ξέρετε να χρησιμοποιείτε τις γνώσεις σας και να κατέχετε καλά αυτό πού μαθαίνετε.

Πρέπει να έχετε στο σχολείο και καλούς βαθμούς, άλλα το κυριότερο είναι να αποκτήσετε γνώσεις και μόρφωση για να τα χρησιμοποιήσετε στη ζωή μας. Σκοπός σας θα είναι ή μόρφωση. Άλλα μια καλή επίδοση έχει πάντα σαν αναγκαία συνέπεια, τους καλούς βαθμούς. Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Οι καλοί βαθμοί δείχνουνε «κατά τεκμήριον», όπως λένε, τους μορφωμένους.

 

                                                                                           Σας ασπάζομαι

                                                                                                ΦΑΙΔΩΝ


[i] Περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων», τόμος έτους 1961, τεύχος 3 σελ 79.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου