Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Θέλεις να τα φτιάξουμε;


 Θέλεις να τα φτιάξουμε;

 
Πήγαινα στην έκτη Δημοτικού, στο εβδομήντα τρία στο Θησείο. Στεγαζόταν εκεί που ήταν οι τεχνικές σχολές του Μεγάλου Βασιλείου. Άλλες εποχές. Όπου μίαν ημέραν τινά έρχεται ο συμμαθητής μου ο Γραμματίκας και μου λέει:
-Ρε συ, η Λίτσα από την Πέμπτη μου είπε να τα φτιάξετε.
Η Λίτσα ήταν ένα γλειμμένο, αδύνατο κοριτσάκι με τη μπλε ποδίτσα του και το άσπρο γιακαδάκι. Τότε δεν ξέραμε και πολλά, τίποτα δηλαδή δεν ξέραμε, τηλεόραση πρωτοείδαμε στα δεκαπέντε και τι είδαμε, την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ. Τα μάτια μας ήταν ακόμα κλειστά, κουτάβια, σαρακοστιανοί χαλβάδες. Έτσι λοιπόν ο Γραμματίκας, ο μεσάζων, έλαβε τη βλακώδη και σκληράν απάντηση:
-Α παράτα μας ρε με δαύτηνα!
Η αλήθεια είναι ότι τότε είχα μια κρυφή αγάπη. Την Κατερίνα. Αικατερίνη Πλουμίδου για την ακρίβεια. Δεν το είχα πει σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μου δεν το είχα πει δηλαδή. Πέρναγα ξαπόστα από τη γειτονιά της μόνο και μόνο για να τη δω. Όταν στην τάξη ή στο διάλειμμα πέφταμε μούρη με μούρη, εγώ κοίταζα τα παπούτσια μου. Αυτό τον κρυφό έρωτα, τον ανείπωτο,  πλήρωσε η καημένη η Λίτσα.
Πέρασαν τα χρόνια όπως περνούνε πάντα, γρήγορα σαν το νερό. Μέναμε πλέον σε διαμέρισμα, στο δικό μας διαμέρισμα. Στον πρώτο όροφο. Κάτω, δίπλα από την είσοδο, στο ημιυπόγειο, ήταν ένα κομμωτήριο. Εκεί πήγαιναν κάτι περασμένες κι έκαναν τα μαλλιά τους κομοδινί, αυτό το …ντουλαπί. Έφερε λοιπόν η κομμώτρια ένα κορίτσι, τι κορίτσι δηλαδή, κορίτσαρος, για να τη βοηθά. Να καθαρίζει το μαγαζί από τις τρίχες και να ξεσκονίζει τις κυρίες με μία βούρτσα στην πλάτη και στα πέτα λέγοντας ευγενικά: «Με τις υγείες σας». Αυτές, αφού πλήρωναν τα κουρευτικά, έδιναν κι ένα μικρό πουρμπουάρ στο κορίτσι.
Όταν πρωτοεμφανίστηκε μου γύρισαν τα μάτια. Κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ από το μπαλκόνι για τη δω καλά. Φορούσε και κείνο το μίνι, που τίποτα δεν είχε μείνει, κρυφό. Αφού πρότεινα, από μόνος μου, στο μεγάλο μου αδελφό να πάω να του πάρω Τα Νέα. Του φάνηκε παράξενο είναι αλήθεια, γιατί εγώ για να πάω να του πάρω εφημερίδα, έπρεπε να μου κάνει τρεις τεμενάδες και δύο προσευχές.
Κατέβηκα λοιπόν και τι είδα! Μία νέα, βελτιωμένη έκδοση της Λίτσας, η οποία σε τίποτα δε θύμιζε εκείνο το γλειμμένο που πήγαινε στην Πέμπτη δημοτικού. Πήγα και πήρα «Τα Νέα», ο ψιλικατζής μου τη δίπλωσε τέσσερις φορές, από την πίσω μεριά, για να μη βλέπει τον τίτλο ο άλλος που ήταν στημένος απ’ έξω και μας περάσουνε  για κομουνιστές και γύρισα περιχαρής για να την ξαναδώ.
Κάτι πήγα να της πω, να ψελλίσω μία μέρα, μα ντράπηκα και ξανακατάπια τις λέξεις πριν διαβούνε το φράγμα των οδόντων. Δε φταίει κανείς άλλος. Εγώ φταίω. Ρίξε μια προκαταβολή να έχεις να λαβαίνεις, πες δυο γλειφιτζούρια!  Αλλά που μυαλό…
 
Σ.Π.Παπασηφάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου