Άλλα φρούτα
Γύριζα
από την καθημερινή βόλτα με το σκύλο. Είχαμε φτάσει μέχρι το ξωκλήσι της
Υπαπαντής και τώρα ζυγώναμε στον Άγιο Παρθένιο. Μπροστά από το εκκλησάκι ήταν
σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο που πίσω είχε μια στάμπα της Κρήτης. Είχε μάλιστα
γραμμένο και το όνομα ενός χωριού που είναι κοντά στο Ρέθυμνο, την ιδιαίτερη
πατρίδα μου, πράγμα που με χαροποίησε και έκανε εντονότερη την περιέργειά μου.
Δεν αισθάνομαι πια ξενομερίτης στην Εύβοια ύστερα από τόσα χρόνια, αλλά η πατρίδα, όπως έλεγε ο Βιτράκ, ακόμη κι αν είναι μια γριά με σακατεμένη μέση, την αγαπάς γιατί δεν παύει να είναι η πατρίδα σου κι αισθάνεσαι όπως οι ναυτικοί που όσο μακριά κι αν πάνε απ’ τη θάλασσα, σα βάλουνε στ’ αυτί τους το κοχύλι, ακούνε πάντα τον αχό της.
Μ’ αυτά τα αισθήματα έκανα το γύρο τ’ αμαξιού και πλησίασα τον οδηγό. Ήταν μετρίου αναστήματος, ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα, με ένα σκοροφαγωμένο μουστάκι. Τον ρώτησα αν είναι από την Κρήτη κι άρχισε να μου μιλά. Εκείνη την ώρα βγήκε η συμβία του από τον Άγιο Παρθένιο. Ο κύριος είναι από την Κρήτη, πρόφτασε να πει. Σε απάντηση τον κάλεσε με το όνομά του σε ένα τόνο που δεν επιδέχεται αντίρρηση και άργητα. Κι αυτός λαδώθηκε κι έσπευσε να πάει προς το μέρος της. Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, μου φάνηκε ακόμη πιο κοντός ή μάλλον κόντυνε στα μάτια μου. Πρόφτασα να ζητήσω δυο φορές απανωτά συγνώμη. Ίσως να τον λυπήθηκα και λίγο που έχει μπλέξει μ’ αυτή την αγενέστατη. Θα μπορούσε να πει ένα χάρηκα πολύ κι ας μη χαιρότανε. Μπορεί όμως κι εγώ να είμαι λάθος. Ίσως να περιμένω απ’ τους ανθρώπους να δώσουν περισσότερα απ’ αυτά που έχουν.
Δεν ξέρω αν τελικά είναι πατριώτισσά μου, γιατί συνήθως στην Κρήτη, στην πατρίδα του Ξένιου Δία, δεν φύονται τέτοια «φρούτα». Βέβαια κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, δεν υπάρχει αλεύρι χωρίς πίτουρο και δέντρο δίχως ρόζο….
Δεν αισθάνομαι πια ξενομερίτης στην Εύβοια ύστερα από τόσα χρόνια, αλλά η πατρίδα, όπως έλεγε ο Βιτράκ, ακόμη κι αν είναι μια γριά με σακατεμένη μέση, την αγαπάς γιατί δεν παύει να είναι η πατρίδα σου κι αισθάνεσαι όπως οι ναυτικοί που όσο μακριά κι αν πάνε απ’ τη θάλασσα, σα βάλουνε στ’ αυτί τους το κοχύλι, ακούνε πάντα τον αχό της.
Μ’ αυτά τα αισθήματα έκανα το γύρο τ’ αμαξιού και πλησίασα τον οδηγό. Ήταν μετρίου αναστήματος, ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα, με ένα σκοροφαγωμένο μουστάκι. Τον ρώτησα αν είναι από την Κρήτη κι άρχισε να μου μιλά. Εκείνη την ώρα βγήκε η συμβία του από τον Άγιο Παρθένιο. Ο κύριος είναι από την Κρήτη, πρόφτασε να πει. Σε απάντηση τον κάλεσε με το όνομά του σε ένα τόνο που δεν επιδέχεται αντίρρηση και άργητα. Κι αυτός λαδώθηκε κι έσπευσε να πάει προς το μέρος της. Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, μου φάνηκε ακόμη πιο κοντός ή μάλλον κόντυνε στα μάτια μου. Πρόφτασα να ζητήσω δυο φορές απανωτά συγνώμη. Ίσως να τον λυπήθηκα και λίγο που έχει μπλέξει μ’ αυτή την αγενέστατη. Θα μπορούσε να πει ένα χάρηκα πολύ κι ας μη χαιρότανε. Μπορεί όμως κι εγώ να είμαι λάθος. Ίσως να περιμένω απ’ τους ανθρώπους να δώσουν περισσότερα απ’ αυτά που έχουν.
Δεν ξέρω αν τελικά είναι πατριώτισσά μου, γιατί συνήθως στην Κρήτη, στην πατρίδα του Ξένιου Δία, δεν φύονται τέτοια «φρούτα». Βέβαια κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, δεν υπάρχει αλεύρι χωρίς πίτουρο και δέντρο δίχως ρόζο….
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου