Τα κόκκινα φανάρια
του Σ.Π.Παπασηφάκη
Το κατάστημα ήταν μεγάλο. Από τα πρώτα πολυκαταστήματα που είχαν ξεφυτρώσει στην Αθήνα. Είχε ρούχα, πολλά ρούχα, για γυναίκες και άντρες, απλωμένα σε τέσσερις ορόφους τους οποίους ανεβοκατέβαινες με κυλιόμενες σκάλες. Όλα λαμποκοπούσαν εκεί μέσα. Οι υπάλληλοι, ομοιόμορφα ντυμένοι, πάντα χαμογελαστοί κι ευγενικοί ακόμα και όταν η κυρία τους είχε βγάλει το
λάδι. Περίμεναν στην είσοδο τους πελάτες, όλοι με την ίδια στάση του σώματος, έχοντας τα χέρια μπροστά εις στάσην προσοχής ή προσευχής. Αυτό τους είχε επιβληθεί άνωθεν και έπρεπε να το τηρούν απαρέγκλιτα.Το αφεντικό, πενηντάρα πατημένη κυκλοφορούσε σε όλους τους ορόφους με ένα πλατύ χαμόγελο. Είχε καταφέρει να προσλάβει στο πολυκατάστημα ότι πιο ωραίο κυκλοφορούσε από κορίτσια, κάτι σαν τις αεροσυνοδούς της Ολυμπιακής τα πρώτα χρόνια. Όσες ήταν άσχημες ή όσες χαλούσαν κατά την πορεία δεν προσλαμβάνονταν ή το εγκατέλειπαν δια ασήμαντον αφορμή. Στην αρχή όποια του κινούσε το ενδιαφέρον της έριχνε στ’ αστεία τάχα μου τάχα μου μία τροχιοδεικτική βολή. «Τι είσαι συ παιδάκι μου»; Παντρέψου την κι ύστερα θα δεις τι παιδάκι είναι το παιδάκι σου. Για αρχή, στο πρώτο ραντεβού, ξεκινούσε με γεύμα στο εστιατόριο στου Φιλοπάππου με θέα την Ακρόπολη, εκεί που δεξιώνονται τους ξένους ηγέτες όταν έρχονται στην Αθήνα. Συνέχιζε με ψαράκι στο Μικρολίμανο, τσιπούρα που την πληρώνεις για αλανιάρα του Αιγαίου και είναι κατεψυγμένη του Ατλαντικού. Μετά, όπως ήταν φαγωμένες, τις κερνούσε και ένα καθαρό ή ένα κονιάκ με πολλά αστέρια. Αυτές το έπιναν, αν και κάτι τέτοιο δεν το συνήθιζαν στο Αιγάλεω ή στην Αγία Βαρβάρα, εκεί ρετσίνα από τα Σπάτα κι αυτό με το ζόρι, αλλά για να το προτείνει ο κύριος Αγαθοκλής έτσι θα συνηθίζεται στην υψηλή κοινωνία και δεν κάνει να αρνηθούμε μη δείξουμε την καταγωγή μας. Ύστερα όπως ήταν πιωμένες, με μειωμένο τον αμυντικό προσανατολισμό, τις πήγαινε στη γκαρσονιέρα που διέθετε λίγο μακριά από το σπίτι του. Στο σπίτι του δεν πήγαινε καμία, το φύλαγε για τη μία. Δεν ήθελε να τον συζητάνε στη γειτονιά για να μη χαλάσει το προφίλ του σοβαρού που είχε σφυρηλατήσει, αλλά σκεφτόταν και τι θα έλεγε η μάνα του. Η μάνα του είχε …φύγει προ πολλού, αλλά όπως
συμβαίνει πάντα, οι μανάδες φεύγουνε αλλά η ματιά τους μένει. Στη γκαρσονιέρα λοιπόν. Τα κορίτσια έφερναν μερικές αντιρρήσεις του τύπου: «μα είναι σωστό» ή «μα δεν είναι λίγο νωρίς»; Οι αντιρρήσεις αυτές δεν έχουνε στέρεη, σθεναρή βάση, αφού γίνονται για την τιμή των όπλων και κάμπτονται μόλις ακούσουνε τη σωστή κουβέντα. «Μα θα σε πάρω, έχω καλό σκοπό». Όλες αυτές οι κοπέλες έψαχναν την τύχη τους. Δε μπορώ να σκεφτώ βέβαια τι τύχη μπορεί να έχει μία κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, όταν πέσει στα χέρια ενός γερο μπαμπαλή ή όταν τη φιλά ένα στόμα, που μέσα του έχει όλο το γιοφύρι της Άρτας που το χτίζανε σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες.Την άλλη μέρα, στο κατάστημα, όλα τα κορίτσια καταλαβαίνουν ότι το οχυρό που λέγεται Μαρία, Στέλλα ή οτιδήποτε άλλο έπεσε. Η Μαρία ή η Στέλλα αλλάζει αίφνης πόστο και πηγαίνει σε μία θέση που θεωρείται προνομιούχα αφού δεν κάνει σχεδόν τίποτα. Έτσι είναι, όσοι καταθέτουν αυθορμήτως τα όπλα, έχουν ιδιαίτερη μεταχείριση μετά. Οι άλλες την έχουνε όλες στη μπούκα, οι μισές γιατί έχουν δοκιμάσει την τσιπούρα και έπεσαν στα περιφερειακά και οι υπόλοιπες γιατί περιμένουν να τη δοκιμάσουν. Για λίγες μέρες ή για περισσότερο, ανάλογα με τη δυναμική της, η νέα άφιξη είναι στα πάνω της, ανάβουν κάθε βράδυ γι’ αυτήν τα …κόκκινα φανάρια έως ότου φανεί κάποια άλλη στον ορίζοντα. Τότε η Μαρία ή η Στέλλα επανέρχεται στο παλαιό της πόστο, προς μεγάλη ανακούφιση των υπολοίπων και με τον καιρό μπαίνει στο τιμ αυτών που έχουν δοκιμάσει την τσιπούρα.
Όμως η ζωή δεν είναι μονοδιάστατη, πηδάμε πηδάμε πολλά ποταμάκια, αλλά κάποτε θα ’ρθει ένας χείμαρρος, ορμητικός, αφρισμένος, μανισμένος θα μας παρασύρει με την ορμή του κι όταν μας πετάξει σε καμιά ξέρα θα ψάχνουμε να βρούμε από πού μας ήρθε. Λεγόταν Τίνα. Οι άλλες την έλεγαν ψηλομύτα. Αυτή όμως είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο, το …νυχτερινό του Πειραιά. Στις πρώτες τροχιοδεικτικές βολές δεν αντέδρασε καθόλου. Στην τρίτη ο Αγαθοκλής βρήκε την παραίτησή της επάνω στο γραφείο του. Κανονικά θα έπρεπε να την υπογράψει και να πάμε γι άλλα. Έτσι θα έπραττε κάθε σώφρον άνθρωπος. Μα η άρνηση τον πείσμωσε, ο εγωισμός του εθίχθη. Ο καρπός αυτός βρισκόταν ψηλά, έβαλε τη σκάλα να τον φτάσει και ως ήταν φυσικό, η σκάλα δεν άντεξε τα χρόνια και το βάρος του και γκρεμοτσακίστηκε. Η Τίνα συνέχισε να περιφέρεται ανενόχλητη τραβώντας πάντα τα βλέμματα πάνω της. Είχε μια δόση σεμνοτυφίας που ερχόταν σε ευθεία αντιπαραβολή με τη θηλυκότητα που εξέπεμπε. Λάγνο μάτι, το μίνι τόσο όσο, το κουμπί να ζορίζεται στο μπούστο, σ' αυτούς τους ορεινούς όγκους που επλανήθηκαν επάνω τους όλα τα όνειρα του έκτου στόλου και εκείνο το βάδισμα το αλαφίσιο που κλυδωνίζεται πάνω στα τακούνια και σε ζαλίζει. Προσποιείτο ότι διατηρεί ακόμη μία ιδιότητα την οποία προ πολλού είχε απολέσει και έκτοτε βάδιζε εις την οδόν της απωλείας.
Η απόφαση ήταν ειλημμένη. Έπρεπε όμως να βρει μερικές δικαιολογίες γι’ αυτό το τόλμημα, όχι για τους άλλους, μα για τον ίδιο του τον εαυτό. Η πιο εύκολη δικαιολογία, αυτή που έρχεται πρώτη στο νου, είναι ότι τα χρόνια περνάνε. Το λέει και η ταυτότητα. Η οποία λέει ότι έχει ήδη αργήσει, διότι πας πας με το λεωφορείο, αλλά κάποια στιγμή σου λένε: τέρμα τα δίφραγκα, στάση Αχέρων, από δω και πέρα πάτε με βάρκα. Έπειτα αυτές οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στην ώρα τους για να έχεις και λίγο καιρό μπροστά σου και όχι πίσω σου.
Και την πήρε την απόφαση. Ένα μήνα μετά το γάμο ο άντρας καταλαβαίνει ότι είναι ο υπασπιστής του στρατηγού μέσα στο σπίτι. Έκοψε το φρούτο από τα ψηλά κλαδιά, αλλά το φρούτο του βγήκε ξινό. Η Τίνα από ερωμένη, έγινε πρώτα ιδιαιτέρα, ύστερα σύζυγος και κατέληξε ταμίας του. Άσε που ούτε που κατάλαβε αν αυτό που ανακάλυψε το πρώτο βράδυ, ήτανε χρυσάφι ή κάρβουνο. Ο πιο έξυπνος άντρας είναι ενίοτε πιο ηλίθιος από την πιο ηλίθια γυναίκα.
Τώρα την παίρνει κάθε Κυριακή και βγαίνουνε βόλτα, η γειτονιά θαυμάζει μπροστά τους και μέμφεται πίσω τους. Οι άντρες μακαρίζουν το γαμπρό που κυκλοφορεί με μαζεράτι ενώ εκείνοι με φίατ. Αναρωτιούνται όμως, αν αυτός, ο γαμπρός, ο οποίος πλήρωσε το όχημα, πληρώνει τις βενζίνες και την τέλεια καθημερινή του εμφάνιση, είναι εκείνος που το χαίρεται τελικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου