Θεσσαλονίκη για πάντα
Το φορτηγάκι ήταν γεμάτο: στρώμα, κρεβάτι, ψυγείο, καναπές, γραφείο, κουζινικά και ότι άλλοχρειάζεται μία φοιτήτρια για ν' ανοίξει τα φτερά της, να μάθει να πετά και να εγκαταλείψει το σπίτι που τη φιλοξένησε τα παιδικά της χρόνια.
Αν και είχα προετοιμαστεί καλά, δε βρέθηκα προετοιμασμένος όταν ήρθε αυτή η ώρα. Κάθε φορά που σηκωνόμουνα τη νύχτα, για ότι σηκώνεται τέλος πάντων ένας άνθρωπος τη νύχτα, δεν ξανακοιμόμουνα σχεδόν μέχρι το πρωί, γιατί έβλεπα το δωμάτιό της άδειο. Η γυναίκα μου από την άλλη, δεν είχε τέτοιου είδους προβλήματα ή τουλάχιστον δεν τα έδειχνε τόσο έντονα. Ύστερα σου λένε το ισχυρό φύλο και τρίχες κατσαρές. Με τον καιρό βρήκα μια κάποια λύση, έκλεινα την πόρτα αποβραδίς και περνώντας κοιτούσα από την άλλη μεριά.
Είχα φορτώσει λοιπόν τα πράγματα από το βράδυ και τα είχα δέσει καλά στο αγροτικό του παππού της. Είπα να ξεκινήσω από τις πέντε τα χαράματα , αλλά τελικά έφυγα στις τέσσερις. Η Θεσσαλονίκη απέχει κοντά στα πεντακόσια χιλιόμετρα από τα Ψαχνά. Πίσω μου, τέσσερις ώρες αργότερα, έρχονταν οι γυναίκες μαζί με τη φλυαρία τους. Τελικά απεδείχθη στο δρόμο ότι δεν το είχα φορτώσει καλά το αμάξι. Είχα βάλει το στρώμα όρθιο, για να κερδίσω χώρο και κάθε φορά που με προσπερνούσε ένα φορτηγό, με πήγαινε και μισό μέτρο δεξιά. Έβαλα και το GPS και περίμενα ότι θα με οδηγήσει στην πόρτα. Αμ δε! Μετά από εξίμισι ώρες βρέθηκα να γυρίζω γύρω γύρω από το Ιπποκράτειο. Το GPS μου έκανε χουνέρια ή εγώ δεν έστριψα από κει που έπρεπε.
Με τα πολλά σταμάτησα να ρωτήσω ένα περαστικό. Αυτός ευγενέστατα, έβγαλε ένα χάρτη από την τσέπη του -μα συνεννοημένος ήτανε- και άρχισε να ψάχνει την οδό Ξενοφώντος. Τότε ήρθε από πίσω μας ένα ταξί, είχα κλείσει το δρόμο βλέπεις. Μεγάλωσα στην Αθήνα και είχα μια ιδέα του τι επρόκειτο να συμβεί. Θα άρχιζε να κορνάρει και να φωνάζει που κλείσαμε το δρόμο. Περιέργως όμως, αντί να κορνάρει, αντί να φωνάζει, κατέβηκε κάτω και προς μεγάλη μου έκπληξη, ήρθε κοντά μας με ένα χάρτη στο χέρι.
Είναι αλήθεια ότι η πρώτη εντύπωση πάντα είναι ισχυρή. Αλλά η συνάφειά μου με τους Θεσσαλονικείς, μου έδειξε ότι αυτή η πρώτη εντύπωση δεν αποτελούσε την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Στα καταστήματα, στους δρόμους, στα περίπτερα η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετική. Πέραν του ότι ήταν πάντα ευγενικοί δεν ήταν φραγκοφονιάδες πράγμα που είναι το χείριστο των ελαττωμάτων. Πήγαινα στο περίπτερο το απόγευμα να πάρω το παγωτό μου και μαζί μου έδιναν και ένα νεράκι δώρο, επειδή λέει το παγωτό ήταν μεγάλο. Την ίδια ώρα, σε μίνι μάρκετ της Εύβοιας μου έλεγε φίλος, πήγε γυναίκα, έκανε λογαριασμό πενήντα ευρώ και φεύγοντας πήρε από ένα βαζάκι που ήταν δίπλα στο ταμείο μία καραμέλα και της χρέωσαν και δέκα λεπτά για την καραμέλα!!!
Δεν είναι όλα τα μέρη ίδια, ούτε τσουβαλιάζονται συλλήβδην όλοι οι άνθρωποι, μα όσο να' ναι η συνάφεια για μεγάλο διάστημα με τους ανθρώπους ενός τόπου, σου δίνει τη δυνατότητα να εξάγεις εκ του ασφαλούς κάποια συμπεράσματα. Στην Κω έκανα φαντάρος δώδεκα μήνες. Το στρατόπεδο ήταν στο Αμπάβρι, εφτά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Όλο χωράφια. Άμα έβρεχε δεν είχες πουθενά να σκιάξεις ή πήγαινες μπρος ή γύριζες πίσω, άλλο δεν είχε. Για ταξί ούτε λόγος. Δεν έφταναν τα όβολα. Κι εγώ, ως επιλοχίας, ήμουνα κάθε μέρα έξω. Να με έδενες δεν καθόμουνα μέσα στο τάγμα. Ούτε μία φορά δεν σταμάτησε ντόπιος να με πάρει με το αυτοκίνητό του. Ούτε μία!!!! Στο Ρέθυμνο αντίθετα, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου που έκανα νεοσύλλεκτος, σταματούσαν ακόμη και τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ που έρχονταν από τα Χανιά να πάρουν τους φαντάρους. Θα μου πεις είναι η ιδιαίτερη πατρίδα σου και ευλογάς τα γένια σου. Όχι, περιγράφω τα γεγονότα. Τα γεγονότα.
Οι Θεσσαλονικείς είναι κιμπάρηδες. Είναι λεβέντες. Είναι γνήσιοι απόγονοι του ξένιου Δία. Χαίρομαι που το παιδί μου έζησε και εξακολουθεί να ζει εκεί. Ευχαριστιέμαι όταν βρίσκω αφορμή να πηγαίνω, η γυναίκα μου βρίσκει περισσότερες, τόσες, όσες και τα μαγαζιά της συμπρωτεύουσας. Πηγαίνω στη νέα παραλία όπου περπατάω με τις ώρες. Παίρνω την κρύα βυσσινάδα μου από τα καροτσάκια και ρεμβάζω βλέποντας τη θάλασσα και το Λευκό Πύργο, που μόνο λευκός δεν είναι. Ανεβαίνω στα Κάστρα και βλέπω όλη την πόλη πιάτο μπροστά μου, τη μέρα ζωντανή, χαρίεσσα, να λαμποκοπά μες στον ήλιο, τη νύχτα αρχόντισσα με χιλιάδες φωτεινά στολίδια. Άμα βαριέμαι ν' ανέβω κει πάνω, στρίβω στην Άθωνος, ανακατεύομαι με τους φοιτητές και ξαναμαθαίνω όλη την αλφαβήτα[i] στα οχληρά ταβερνίδια.
Κι όταν είναι να φύγω, έχω μια πίκρα στα χείλη, γιατί οι μέρες της χαράς πάντα περνάνε γρήγορα, ενώ της λύπης αργούνε να πάρουνε τα πόδια τους. Πανάθεμά τες!
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου