Ήταν σε ένα γυάλινο βαζάκι πάνω στο γραφείο. Από καιρό σε καιρό συμπλήρωνα λίγο νερό, τόσο όσο χρειαζόταν για να σκεπαστούν εντελώς. Τις νύχτες του χειμώνα, όταν το σκοτάδι εισχωρούσε πηχτό και η μέρα είχε μικρύνει τόσο απέναντι στη νύχτα τους έριχνα μια ματιά. Οι πετρούλες, πολύχρωμες, στραφτάλιζαν έτσι βρεγμένες καθώς ήτανε και μουρμουρίζανε ιστορίες για τα θαλασσινά τους ταξίδια. Είχανε στρογγυλέψει τόσο που δε φαινόταν πουθενά καμία μύτη υπερηφάνειας.
Με τον καιρό το θέαμα άρχισε να μη μου αρέσει πολύ. Η ελεύθερη επιφάνεια δεν ήταν η ίδια κάθε φορά και το βαζάκι άρχισε να κάνει αλατισμένες γραμμές και να θαμπώνει. Να θαμπώνει εκεί που άλλοτε γυάλιζε και στραφτάλιζε. Οι πέτρες θόλωσαν κι έχαναν λίγο λίγο την πρωτινή τους λάμψη. Ένα βράδυ μάλιστα μου φάνηκε ότι το νερό αναδευόταν μέσα, σαν υποψία φουρτούνας στο γυάλινο μικρόκοσμο και μια μουρμούρα διαχύθηκε ένα γύρω.
Την άλλη μέρα δήλωσα ορθά κοφτά ότι δεν θα ξαναμαζέψω πέτρες. Ανέπτυξα, ανεπιτυχώς, και μία θεωρία ως προς την επιβάρυνση που δέχεται η μέση και οι μεσοσπονδύλιοι δίσκοι από αυτό το σπορ και έβαλα τις πέτρες σε ένα νάιλον σακουλάκι.
Είναι η τελευταία μέρα των διακοπών μου στα Ελληνικά σήμερα. Το σούρουπο κατέβηκα στην παραλία. Ο ήλιος είχε βυθιστεί στα απέναντι νερά μες στο μούχρωμα κι η θάλασσα σπιθοβολούσε στο τελευταίο αντιφέγγισμά του. Έριξα τις πέτρες στην παραλία εκεί που αργοσβήνει το κύμα. Ένα άσπρο χέρι χύθηκε αφρισμένο και τις άρπαξε. Αυτές σύρθηκαν για λίγο μαζί με τις άλλες κουτουλώντας τα καύκαλά τους ώσπου χώθηκαν στην αγκαλιά της μάνας τους λαμπερές και όμορφες σαν και πρώτα.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου