Τραβούσε για
ώρα από τη μια μεριά της παραλίας μέχρι την άλλη. Έβαζε τις σκέψεις του σε μια
τάξη, όση τάξη μπορεί να μπει σ’ αυτό το χάος. Το κύμα ερχόταν ως τα πόδια του
κι ύστερα γύριζε πίσω τραβώντας τα μικρά βότσαλα προς τα μέσα. Δεν ήταν δυνατό
για να ταρακουνήσει τα μεγάλα Ίσα ίσα λίγο τα ανασήκωνε κι αυτά κάθονταν
βαθύτερα μόλις η άμμος υποχωρούσε λίγο από κάτω τους. Η υγρασία που άφηνε πίσω
του μούσκευε τις πέτρες κάνοντάς τες να λαμπυρίζουν όπως τα διαμάντια. Κάθε μία
με το δικό της χρώμα, με το δικό της σχέδιο, μα όλες, όλες στρογγυλές,
ολοστρόγγυλες χωρίς γωνίες, λαξεμένες από ένα μάστορα με μεράκι και υπομονή
ξεχωριστή.
Το απόγευμα
του ήρθε η ιδέα να μαζέψει βότσαλα. Θα τα έβαζε σ’ ένα βάζο στο γραφείο και τα
βράδια του χειμώνα τότε που οι ώρες κυλάνε αργά κι ο χρόνος κοιμάται μέσα στο πηχτό
σκοτάδι της νύχτας θα τα βλέπει και θα του θυμίζουν κάτι από το καλοκαίρι. Θα
φέρνουν έναν αέρα ξεγνοιασιάς, ελευθερίας κι αναρχίας στις μουντές, αργόσυρτες
νύχτες του χειμώνα.
Ήταν σε ένα γυάλινο βαζάκι πάνω στο γραφείο. Από καιρό σε
καιρό συμπλήρωνε λίγο νερό, τόσο όσο χρειαζόταν για να σκεπαστούν
εντελώς. Τις νύχτες του χειμώνα, όταν το σκοτάδι εισχωρούσε πηχτό
και η μέρα είχε μικρύνει τόσο απέναντι στη νύχτα τους έριχνε μια ματιά. Οι
πετρούλες, πολύχρωμες, στραφτάλιζαν έτσι βρεγμένες καθώς ήτανε και
μουρμουρίζανε ιστορίες για τα θαλασσινά τους ταξίδια.
Με τον καιρό όμως το θέαμα έδειχνε να μην του αρέσει και πολύ.
Η ελεύθερη επιφάνεια δεν ήταν η ίδια κάθε φορά και το βαζάκι άρχισε να κάνει
αλατισμένες γραμμές και να θαμπώνει. Να θαμπώνει εκεί που άλλοτε γυάλιζε και
στραφτάλιζε. Οι πέτρες θόλωσαν κι έχαναν λίγο λίγο την πρωτινή τους λάμψη. Ένα
βράδυ μάλιστα του φάνηκε ότι το νερό αναδευόταν μέσα, σαν υποψία φουρτούνας στο
γυάλινο μικρόκοσμο και μια μουρμούρα, ένα παράπονο χύθηκε ένα γύρω.
Είναι η πρώτη μέρα των διακοπών του στα Ελληνικά σήμερα.
Το σούρουπο κατέβηκε στην παραλία. Ο ήλιος είχε βυθιστεί στα απέναντι νερά μες
στο μούχρωμα κι η θάλασσα σπιθοβολούσε στο τελευταίο αντιφέγγισμά του. Έβγαλε τις
πέτρες από ένα σακουλάκι και τις έριξε στην παραλία εκεί που αργοσβήνει το
κύμα. Ένα άσπρο χέρι χύθηκε αφρισμένο και τις άρπαξε. Αυτές σύρθηκαν για λίγο
μαζί με τις άλλες κουτουλώντας τα καύκαλά τους ώσπου χώθηκαν τραγουδώντας
στην αγκαλιά της μάνας τους λαμπερές και όμορφες σαν και πρώτα.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου