Βρισκόμασταν στο Maul του Αμαρουσίου. Η γυναίκα μου, εγώ,
η Ελενίτσα μου και η Δέσποινα που
μας είχε συναντήσει ερχόμενη από το σπίτι της
στο Παλαιό Φάληρο. Αφού γυρίσαμε τα μαγαζιά, εγώ μόνος μου και οι άλλες όλες
μαζί, συναντηθήκαμε στον τελευταίο όροφο για καφέ και «κοινωνική συζήτηση». Εγώ
πηγαίνω και χαζολογάω στο ισόγειο στα καταστήματα με τα ηλεκτρονικά και τα
βιβλιοπωλεία και οι γυναίκες στα ρούχα.
Εκεί, στην καφετέρια, συζητούσαμε μεγαλόφωνα γελώντας ως
συνήθως και πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Λόγο της ενασχόλησής μου με το θέατρο
έχω το συνήθειο να παρατηρώ τους ανθρώπους, όχι μόνο αυτούς που είναι στην
παρέα μου, αλλά και αυτούς που παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα αν
γειτνιάζουμε, αν βρίσκονται στον πρώτο κύκλο της προσοχής που έλεγε ο
Στανισλάφσκι. Δίνω σημασία σ’ αυτά που κάνουν, στον τρόπο που εκφέρουν το λόγο,
στην επιθετική ή στην αμυντική στάση του σώματός τους. Με λίγα λόγια «αγοράζω».
Στη διπλανή παρέα, παρέα, ίσως και όχι, ήταν μία μητέρα με
το γιο της. Εκείνη πενηντάρα ξανθιά, πολύ περιποιημένη, σικάτη.. Με λίγα λόγια
«τα έλεγε». Το πήγαινε το γράμμα και το έφερνε κιόλας. Αυτός, στα δεκαοχτώ με
είκοσι με καπέλο τζόκεϊ αλλά με το γείσο γυρισμένο πίσω, ντύσιμο αθλητικό αλλά
όχι αθλητή. Μύριζε intersport.
…Κολεγιόπαιδο Ψυχικού, Εκάλης, Φιλοθέης… Είχαν
πάρει ο καθένας τους από ένα smartphone στο χέρι, iPhone ή Samsung κατά προτίμηση, κι έπαιζαν για ώρα. Όσο ήμασταν εκεί δεν
αντάλλαξαν ούτε μία κουβέντα. Φύγαμε κι ήταν ακόμη στην ίδια θέση. Κάτω, έξω
από το Πλαίσιο ήταν μία κοπέλα, μόνη, καθόταν σε ένα πλαστικό παγκάκι από κείνα που
αγκαλιάζουν τρόγυρα τις στρογγυλές κολόνες κι έπαιζε για ώρα με το κινητό της βυθισμένη
στη μοναξιά της. Εκεί ήταν όταν μπήκα στο Πλαίσιο, στην ίδια θέση, στοπ καρέ,
ήταν κι όταν βγήκα από αυτό.
Στο σταθμό των τρένων στην Οινόη πήγα και περίμενα την κόρη
μου που θα ερχόταν με το νυχτερινό από Θεσσαλονίκη. Θα είχε πάνω από μία ώρα
καθυστέρηση. Στο διπλανό παγκάκι ήρθε κι έκατσε ένα νεαρό ζευγάρι. Περίμενε το
τρένο από Αθήνα, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Είχαν κι ένα μεγάλο σάκο από
αυτόν που κρεμάνε οι τουρίστες στην πλάτη. Τον έβαλαν ανάμεσά τους και κάθισαν.
Το κορίτσι έβγαλε από το σάκο ένα σάντουιτς, το μοίρασε στη μέση και άρχισαν να
τρώνε. Εκείνη, όμορφη ψυχή, έκοψε ένα κομμάτι από το δικό της και το έδωσε σε
ένα σκυλί που ήρθε και την κοιτούσε ίσα στα μάτια. Αφού έφαγαν, έβγαλαν ένα smartphone αυτός και ένα tablet εκείνη και αφοσιώθηκαν
σ’ αυτά. Πάνω από μία ώρα ήτανε δίπλα μου. Δεν άκουσα τη φωνή τους. Άραγε
είχαν;
Προχθές με επισκέφθηκαν δύο φίλοι. Αγαπητοί μου φίλοι και
λαλίστατοι. Ζευγάρι. Συζητήσαμε για ώρα, φάγαμε κι ύστερα καθίσαμε στον καναπέ
να πούμε τα υπόλοιπα. Όση ώρα ήταν στον καναπέ δεν άφησαν το κινητό από τα
χέρια.
Ίσως …είμαι ένας γερο παράξενος. Ένας άνθρωπος που όσο
μεγαλώνει λίγο λίγο, απαξιώνει ότι είναι νεωτερίστικο, ότι δε μεγάλωσε μαζί
του. Ότι δεν αναπτύχθηκε στη δική του
εποχή. Ίσως ο δρασκελισμός μου να μην είναι τόσος όσο η σημερινή ζωή απαιτεί. Μα η εικόνα της μάνας με το
παιδί, που πήγαν στην καφετέρια δίχως να έχουν τίποτα να πουν, η εικόνα της
κοπέλας που φώναζε τη μοναξιά της, οι δύο νέοι στο σταθμό του τρένου, με τους
παράλληλους μονολόγους τους, οι δύο φίλοι μου τέλος, με το smartphone προέκταση του χεριού τους,
όλα αυτά μιλάνε από μόνα τους. Και λένε ότι μας δημιούργησαν τεχνηέντως μία
ανάγκη, που δεν την είχαμε πριν από μερικά χρόνια, μας αποτράβηξαν τον ένα από
τον άλλο κι έβαλαν ένα smartphone
ανάμεσά μας για να ερχόμαστε σ’ επαφή, αφού δε μπορούμε πια να το κάνουμε από
μόνοι μας. Κι όλα αυτά με το αζημίωτο.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου