Αποφάσισα να συνταξιοδοτηθώ. Αποφάσισα ότι ήρθε
η ώρα να αποσυρθώ ύστερα από 33 χρόνια στην εκπαίδευση και 43 χρόνια συνολικά
στην εργασία. Έλαβα τα μικρά μηνύματα που μου έρχονταν το τελευταίο διάστημα κι
έλεγαν ότι αν συνέχιζα, ίσως και να μην ήμουν πια αυτός που ήμουνα.
Όπως στο θέατρο, έτσι και στη ζωή πρέπει να
ξέρεις ακριβώς πότε πρέπει να ρίξεις την αυλαία. Η μεγαλύτερη ηλιθιότητα είναι
να θέλεις να προσθέσεις μία πέμπτη πράξη σ’ ένα έργο των τεσσάρων.
Ξεχωρίζω και ομαδοποιώ τους φίλους που μου λένε
να μείνω. Κατ’ αρχήν είναι οι ήδη συνταξιοδοτημένοι συνάδελφοι. Όλοι, εκτός
ελαχίστων εξαιρέσεων, προβάλλουν ως πρώτη αιτία ότι τώρα δεν έχουν τι να
κάνουν. Τους απαντώ ότι, αν το επιθυμώ, έχω πολλά να κάνω. Δευτερολογούν
λέγοντας ότι δεν τους φτάνουν τα χρήματα. Τους απαντώ ότι για να φας τα καρύδια
πρέπει τα δόντια να βρίσκονται στη θέση τους και ότι υπάρχουν εκατοντάδες
άνεργοι δάσκαλοι, νέοι στην ηλικία, που περιμένουν να μπουν κι αυτοί στην αγορά
εργασίας και που έχουν στο στόμα τριάντα στερεούς οδόντας και στομάχι
στρουθοκαμήλου όπως θα έλεγε και ο Ροΐδης.
Ύστερα υπάρχει ο διευθυντής και φίλος μου. Αυτός
είναι μία κατηγορά μόνος του. Ακόμη και τις προφητείες των πατέρων του Αγίου
Όρους επιστράτευσε -αυτό με συγκίνησε πολύ είναι αλήθεια- για να με πείσει ότι
έρχονται δύσκολοι καιροί και ότι δεν είναι ώρα για ρηξικέλευθες αποφάσεις.
Τέλος, αφού άκουσα και ζύγιασα τις γνώμες ολονών,
αποφάσισα να στέρξω στη δική μου και να είμαι ο ένας από τους δύο «ηρωικούς» δασκάλους
στο νομό που τόλμησαν να αψηφήσουν τις Κασσάνδρες και να συνταξιοδοτηθούν. Κι
αυτό για ένα λόγο, το σπουδαιότερο κατά τη γνώμη μου, ότι δεν θέλω να κάνω …εκπτώσεις.¨
Ήταν κάποτε ένας ξυλουργός
που ειδικευόταν στη συναρμολόγηση προκατασκευασμένων σπιτιών. Εργαζόταν για κάποιον επιχειρηματία, ο οποίος
του προμήθευε έτοιμα τα ξύλα κι εκείνος τα μοντάριζε, στερέωνε τους αρμούς,
έφτιαχνε το σπίτι και προετοίμαζε
τις λεπτομέρειες.
Μια μέρα, αποφασίζει ο
ξυλουργός ότι έχει δουλέψει αρκετά, κι είναι πια καιρός να ξεκουραστεί. Έτσι, πάει να μιλήσει στον επιχειρηματία και του
λέει πως πήρε την απόφαση να βγει στη σύνταξη. Καθώς, όμως, του έμενε ακόμη να τελειώσει
ένα σπίτι, τον ειδοποιεί ότι αυτή θα είναι η τελευταία τον δουλειά.
«Τι κρίμα!» λέει ο
επιχειρηματίας, «είσαι καλός στη δουλειά σου... Δε θέλεις να δουλέψεις λίγο
ακόμα;»
«Όχι, όχι. Η αλήθεια είναι πως έχω πολλά
πράγματα να κάνω, θέλω και να ξεκουραστώ...»
«Πολύ καλά.»
Ο ξυλουργός τελειώνει το τελευταίο σπίτι και πάει να αποχαιρετήσει τον
επιχειρηματία, αλλά αυτός του λέει:
«Κοίτα, ήρθε μια παραγγελία
της τελευταίας στιγμής, πρέπει να φτιάξεις ακόμη ένα σπίτι. Αν μου κάνεις αυτή τη χάρη... Δεν θα έχεις τίποτε άλλο να κάνεις...
Ασχολήσου αποκλειστικά με την κατασκευή
αυτού του τελευταίου σπιτιού, πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι, αλλά σε
παρακαλώ, ανάλαβε αυτήν την τελευταία
δουλειά».
Ο ξυλουργός, αν και θυμωμένος με την παραγγελία
αυτή, αποφασίζει παρ’ όλα αυτά να την εκτελέσει και να φτιάξει το σπίτι όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να πάει μετά να
ξεκουραστεί, όπως ήθελε πραγματικά. Τώρα πια δεν έχει τίποτε να διαφυλάξει, αφού θα σταματήσει τη δουλειά, τώρα πια
δεν χρειάζεται να επιδιώκει την
αναγνώριση των άλλων, τώρα δεν διακυβεύεται η φήμη του ούτε η αμοιβή
του, τώρα δεν διακινδυνεύει τίποτε
απολύτως, γιατί έχει τελειώσει την καριέρα του. Το μόνο που θέλει, είναι
να τελειώσει το σπίτι γρήγορα.
Έτσι λοιπόν, συναρμολογεί
τα ξύλα, τα στερεώνει χωρίς πολύ κέφι, χρησιμοποιεί υλικά πολύ χαμηλής ποιότητας για να μειώσει το κόστος, δεν τελειώνει τις
λεπτομέρειες... Με λίγα λόγια, κάνει δουλειά
-πολύ κατώτερη αυτής που έκανε συνήθως.
Τέλος, στα γρήγορα, ολοκληρώνει το σπίτι.
Οπότε, πάει στον επιχειρηματία
κι εκείνος, έκπληκτος, του λέει:
«Τι; Το τελείωσες κιόλας;»
«Ναι, ναι, είναι έτοιμο.» «Ωραία, πάρε... Βάλε την
κλειδαριά, κλείδωσε και φέρε μου το κλειδί.»
Πάει ο ξυλουργός, βάζει την
κλειδαριά, κλειδώνει και επιστρέφει με
το κλειδί.
Μόλις παίρνει ο
επιχειρηματίας το κλειδί, του το ξαναδίνει και λέει:
«Αυτό είναι το δώρο της
εταιρείας για σένα...»
Σ.Π.Παπασηφάκης
¨ Το παρακάτω κείμενο
είναι από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, «Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης» Φύλλα
Πορείας 1 Μετφρ.: Κωνσταντίνα Επισκοπούλου. Εκδόσεις opera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου