Νύχτα
τρόμου
Άντον Τσέχωφ
Μέσα στις αναζητήσεις μου γύρω
από λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενα, βρήκα ψηφιοποιημένα στο internet,
διάσπαρτα στο περιοδικό μπουκέτο, τριάντα εννέα διηγήματα του
Άντον Τσέχωφ, άγνωστα στο ευρύ κοινό. Το περιοδικό μπουκέτο κυκλοφόρησε
από τον Απρίλιο του 1924 έως τον Οκτώβριο του 1946. Ήταν εβδομαδιαίο και
εκδιδόταν στην Αθήνα. Η πλούσια ύλη, τα άρθρα του και κυρίως τα διηγήματα
Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, δημιούργησαν την εποχή εκείνη ένα εκλεκτό και
πιστό κοινό.
Από αυτά επέλεξα ένα δροσερό και
αστείο διήγημα του Τσέχωφ, το οποίο κυκλοφόρησε στο περιοδικό στις 15 Ιουνίου
1921, το διασκεύασα σε πιο σύγχρονη γλώσσα και σας το παρουσιάζω.
-Μια σκοτεινή και απαίσια νύχτα εγύριζα να κοιμηθώ από το σπίτι ενός φίλου μου, όπου καθίσαμε
πέρα από τα μεσάνυχτα και καλούσαμε με τη βοήθεια ενός μέντιουμ διάφορα πνεύματα.
Καθόμουνα στη Μόσχα, προς το μέρος του Αρσάμπ, που ήταν πολύ ερημικό την εποχή εκείνη.
Συλλογιζόμουνα εκείνα τα οποία μου είχε πει το πνεύμα του Σπινόζα.
«Ο βίος σου βρίσκεται στο τέλος του.»
Πότε θα πεθάνω, είχα ρωτήσει μέσω του μέντιουμ το πνεύμα.
«Απόψε»! είπε το πνεύμα.
Επανέλαβα την ερώτηση και το πνεύμα ξανάπε «Απόψε»!
Δεν πιστεύω στον πνευματισμό. Εν τούτοις όμως η ιδέα του θανάτου μου κάνει φρικαλέα εντύπωση.
«Θα πεθάνω απόψε», σκεφτόμουν και η ιδέα αυτή με βασάνιζε.
Είμαι άνθρωπος ψύχραιμος κι όμως φοβόμουν να επιστρέψω μόνος μου στο σπίτι. Ο φόβος μου μεγάλωσε όταν ανέβαινα τις σκάλες στο ρημάδι μου.
Κάνοντας ένα ξερό κουράγιο, άνοιξα τέλος το δωμάτιό μου και μπήκα. Έξω βούιζε ο άνεμος, έτριζαν τα παράθυρα, επικρατούσε βαθύ σκοτάδι και έκανε φοβερό κρύο… Άναψα ένα σπίρτο. Το φως του τρεμόσβηνε.
Είδα τότε κάτι φρικαλέο.
Σε μια γωνιά του δωματίου μου, αχ! γιατί να μην έσβηνε το σπίρτο πριν να δω το τρομερό αυτό θέαμα, βρισκόταν ένα φέρετρο, μια κάσα μεσαίου μεγέθους, ακριβώς στα μέτρα μου.
Δεν επέμεινα να βεβαιωθώ περισσότερο. Ήταν ένα φέρετρο για έναν άνθρωπο στα μέτρα μου! Ναι…
Έβγαλα μια κραυγή φρίκης και ξεσκούφωτος, χωρίς γούνα, ξεχύθηκα έξω, κατεβαίνοντας πέντε πέντε τα σκαλιά και δε στάθηκα παρά στην αυλόπορτα.
Έβρεχε… Έκανε φοβερό κρύο. Έτρεμα σύγκορμος. Τι να κάνω;
Αν οι τοίχοι του δωματίου μου έπεφταν επάνω μου, αν εύρισκα μέσα ένα λυσσασμένο σκύλο ή ένα δολοφόνο, θα υπήρχε για όλα αυτά μια λογική εξήγηση.
Αλλά μια κάσα νεκρού;
Να ήταν προειδοποίηση για το θάνατό μου; Να ήταν αδειανή ή να είχε και κανένα μέσα; Να είχε γίνει λάθος;
Σκεφτόμουνα ότι ίσως πέθανε εκεί κοντά κανένας και κατά λάθος αφήσανε την κάσα στο σπίτι μου.
Αλλά ποιος την έβαλε στο δωμάτιό μου; Εγώ βρήκα κλειστή την πόρτα και το κλειδί τοποθετημένο στο μέρος, το οποίο εγώ και η σπιτονοικοκυρά μου γνωρίζαμε.
Δεν αποκλείεται όμως και η εγκληματική ενέργεια. Πιθανόν να είχαν σκοτώσει κανένα και να τον βάλανε στο δωμάτιό μου για να με ενοχοποιήσουν.
Αυτή η ιδέα μου ήρθε σαν κεραυνός.
Αλλά αν πάλι, με το θέαμα αυτό, ήθελαν τα πνεύματα να μου δείξουν ότι έφτασε το τέλος μου; Όσο και να μην πιστεύει κανείς σ’ αυτά, αυτό το απρόοπτο θέαμα θα ήταν ικανό να του αλλάξει γνώμη.
Βρεχόμουνα, έτρεμα αλλά δεν τολμούσα να σκεφτώ να επιστρέψω στο δωμάτιό μου. Για να ζεσταθώ βάδιζα πάνω κάτω. Έπειτα απομακρύνθηκα ασυναίσθητα από το σπίτι μου. Που πήγαινα; Ούτε εγώ δε γνώριζα. Στο τέλος βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω μπροστά από το σπίτι του φίλου μου Ουπακέφ. Σκέφτηκα να του ζητήσω φιλοξενία γι’ αυτή τη φρικτή νύχτα. Ανέβηκα και είδα ότι δεν ήταν εκεί. Πήρα το κλειδί και άνοιξα. Έπεσα πάνω σ’ ένα καναπέ χωρίς ν’ ανάψω φως. Όταν συνήλθα άναψα ένα σπίρτο για να βρω τη λάμπα. Και τότε;…
Δεν ήταν φωνή εκείνο που βγήκε από το στήθος μου. Ήταν ωρυγή, ήταν κραυγή κολασμένου. Πήδηξα έξω και έφυγα τρέχοντας στο δρόμο σαν τρελός! Μια κάσα, μια άλλη κάσα, ένα άλλο φέρετρο, μαύρο, φρικτό, απαίσιο, ανατριχιαστικό, βρισκόταν ακουμπισμένο και στο δωμάτιο του Ουπακέφ!...
Έτρεχα ενώ συγχρόνως σκεφτόμουν. Θα είναι έλεγα οπτική απάτη. Όλα αυτά ασφαλώς είναι αποτέλεσμα της ελεεινής εκείνης προφητείας του πνεύματος του Σπινόζα. Ορισμένως θόλωσε ο νους μου. Τσιτώσανε τα νεύρα μου και καταλήφθηκα από παραισθήσεις, από φερετρομανία… Ήμουνα κουρασμένος. Τα πόδια μου δε μπορούσαν να με βαστάξουν πια. Και έβρεχε. Και μαινόταν ο άνεμος. Και κρύος ιδρός με έλουζε.!...
Τέλος θυμήθηκα ότι πλησίον στο μέρος όπου βρισκόμουν, έμενε ο γιατρός Παγκοστόφ ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στη νυχτερινή εσπερίδα. Όρμησα προς το σπίτι του σαν σε άσυλο.
-Βοήθεια!... άκουσα να φωνάζει ο Παγκοστόφ από μέσα μόλις έφτασα. Βοήθεια!!!
Έπειτα άνοιξε η πόρτα με φοβερό πάταγο και ο γιατρός όρμησε έξω.
-Βοήθεια!...
Εσύ είσαι Παγκοστόφ; Τι έπαθες; Μου έπιασε τα χέρια. Έτρεμε και ήταν κάτωχρος.
-Εσύ είσαι Πανικέδην; Εσύ είσαι, ο ίδιος ή φάντασμα; Γιατί είσαι κίτρινος; Μου είπε.
-Τι έπαθες, πες μου τι έπαθες Παγκοστόφ;
-Σώσε με Πανικέδην, αν είσαι συ. Αυτά τα καταραμένα πνεύματα. Είδα μια κάσα μέσα στο σπίτι μου… Τουλάχιστον νόμισα ότι είδα μια κάσα… Τι με κοιτάζεις έκπληκτος; Μια κάσα, ένα φέρετρο για νεκρό σου λέω!...
Τι να σκεφτόμουν πλέον; Όταν ο Παγκοστόφ με παρακάλεσε ν’ ανεβούμε για να πεισθούμε αν υπήρχε πράγματι κάσα μ’ έλουσε κρύος ιδρός.
Δεν είμαστε καλά Παγκοστόφ, του είπα, δεν είμαστε καλά ούτ’ εγώ ούτε συ. Είδα κι εγώ μια κάσα, γιατρέ μου, στο σπίτι μου. Κάτι φοβερό μας περιμένει.
-Πρέπει να την ανοίξουμε, πρότεινε ο θυρωρός.
-Ναι, είπαμε όλοι.
Μα κανείς δεν τολμούσε να την ανοίξει. Τέλος, ένας γείτονας, τρέμοντας πάντοτε, προχώρησε και την άνοιξε. Βρήκε μέσα ένα γράμμα. Απευθυνόταν προς το φίλο μου, το γιατρό και έγραφε:
Φίλτατε Παγκοστόφ,
Ο πεθερός μου είναι βουτηγμένος στα χρέη και αύριο ή μεθαύριο θα ενεργηθεί κατάσχεση στο φερετροποιείο του. Για να σώσουμε μέρος της περιουσίας του, σκεφτήκαμε να κρύψουμε τα πιο βαρύτιμα φέρετρα στα σπίτια των φίλων μας. Σου άφησα ένα. Κρύψε το κάπου και να είσαι βέβαιος, ότι μετά από δυο τρεις μέρες θα ’ρθω να το πάρω. Άφησα από ένα φέρετρο και στα σπίτια των πιο στενών φίλων μας.
Σε φιλώ
Ιβάν Σελουστέν
Ο πεθερός του φίλου μας σώθηκε τότε και έχει ακόμη το φερετροποιείο του. Ακούω όμως ότι και τώρα οι υποθέσεις του δεν πηγαίνουν καλά και φοβούμαι κάθε βράδυ, μήπως βρω πάλι καμιά κάσα στο δωμάτιό μου. Ο Θεός να φυλάξει!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου