Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Ένα ρόδο μες στ' αγκάθια

 

Ένα ρόδο μες στ’ αγκάθια

 

Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας της πουτάνας,
και αυτό που είναι λιγότερο εκπορνευμένο
ως τώρα είναι οι πόρνες.
Gustave Flaubert. Αλληλογραφία.
Εκδόσεις Danielle Girard et Yvan Leclerc.
Rouen 2003 

Δεν ήτανε η δεκαετία του πενήντα που έπρεπε να κάνεις τεμενάδες για να δεις τον αστράγαλο μια γυναίκας. Ήταν η δεκαετία του εβδομήντα. Και τότε τα πράγματα στις σχέσεις με το αντίθετο φύλο ήτανε δύσκολα. Τα κορίτσια για να παραδοθούν έπρεπε να γίνουν φοιτήτριες. Να φύγουν μακριά από την επίβλεψη των οικείων και τα όμματα της γειτονιάς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες βασίλευαν ακόμα τα μπορντέλα. Ολόκληρες συνοικίες, χαρτογραφημένες και αχαρτογράφητες έγιναν γνωστές από το κόκκινο φωτάκι έξω από την πόρτα. Μεταξουργείο, Ζήνωνος, Φυλής και δε συμμαζεύεται. Συνήθως ήτανε κάτι παλιόσπιτα με ισόγειο και όροφο, με μια ξύλινη σκάλα που έτριζε ολάκερη, ειδοποιώντας τους ενοίκους ότι κάποιος έρχεται. Έξω από την πόρτα, σε περίοπτη θέση, ήτανε το κόκκινο λαμπάκι που ενημέρωνε τους διαβάτες τι σόι σπίτι είναι και τι υπηρεσίες παρέχει.

Σαν έμπαινες μέσα, έβλεπες ένα σκοτεινό δωμάτιο με μπλε ή κόκκινο φως. Το μάτι ήθελε λίγη ώρα για να συνέλθει στο μισοσκόταδο και να αρχίσει να βλέπει. Το σαλόνι ή τα ριχτάρια που επιμελώς το σκέπαζαν ήταν μπορντό. Τώρα, ήθελαν να του δώσουν την αίσθηση μιας βασιλικής σάλας ή ήταν ένα κακέκτυπο από τα παρισινά μπορντέλα ή το Folies Bergere; Το σίγουρο είναι ότι με τα χρόνια τα υφάσματα τρίφτηκαν, μάδησαν κι έγιναν ρυπαρά χάνοντας ακόμη και τα ίδια την εντύπωση την οποία ήθελαν να δώσουν.

Πρώτα έβγαινε η τσατσά ή κάποιος άντρας με το μαλλί βαμμένο ντουλαπί. Παιδιά, έλεγε, τώρα θα βγει το κορίτσι. Το …κορίτσι, αφού πέρναγε από δωμάτιο σε δωμάτιο και έκλεινε τον κύκλο, έκανε και μια περατζάδα από το σαλόνι για να δείξει την πραμάτεια. Ήτανε ντυμένη όσο χρειαζόταν για να φανούν τα προσόντα και να πείσει τους αναποφάσιστους. Ύστερα πήγαινε στην κουζίνα να πάρει μιαν ανάσα κι έβγαινε εκ νέου η τσατσά να αναφέρει τον …τιμοκατάλογο. Παιδιά, τόσο το απλό, τόσο το …αμόλυβδο, έλεγε, ποιος θα περάσει; Τακτοποιούσε στα δωμάτια όσους είχαν καταλήξει και πληρωνόταν. Εδώ ισχύει το εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν και όχι το όποιος πρωτοπληρώσει κακά φιλεί.

Κι έμπαινες στο δωμάτιο. Ένα διπλό κρεβάτι με βασανισμένο σομιέ, που έτριζε σαν αμαξοστοιχία στον Αχλαδόκαμπο και μαρτυρούσε τα κορμιά που ίδρωσαν πάνω του, μια ξεστελιωμένη καρέκλα για να αποθέσεις τα ρούχα σου και ένας πρόχειρος νιπτήρας με το μουσλούκι με το βρυσάκι να κρέμεται από πάνω του. Μπροστά ο νιπτήρας είχε ένα τρισάθλιο υφασμάτινο μπερτέ που έκρυβε τη λεκάνη που μάζευε τα νερά. Κάθε τόσο η τσατσά ή ο κύριος επί της υποδοχής, αν δεν υπήρχε τρίτο πρόσωπο, άδειαζε τις λεκάνες και γέμιζε το μουσλούκι με νερό.

Εκεί λοιπόν, στο Μεταξουργείο, πολλοί άφηναν το χαρτζιλίκι τους που λέει και το τραγούδι. Ο νεαρός της ιστορίας μας, φέρελπις φοιτητής της Μαρασλείου, στο πρώτο έτος, κατέβηκε ύστερα από μία μικρή περιπλάνηση, μια τσάρκα όπως έλεγαν τ’ αγόρια μεταξύ τους, στην Αχιλέως, λίγο πριν από κει που είναι η γέφυρα σήμερα. Ήτανε αδύνατος, ψηλός μ’ ένα μαλλί σγουρό που έπεφτε μέχρι την πλάτη. Το άφηνε μπόλικο για να εκδικηθεί εκείνους που τον ανάγκαζαν μικρό να κουρεύεται με την ψιλή, να μένει με τη φούντα. Αργότερα κατάλαβε ότι πιο πολύ τον εαυτό του εκδικήθηκε, γιατί μ’ αυτό το μαλλί έμοιαζε σα να είχε αποδράσει από διήγημα του Γκόγκολ ή από πολιτική συζήτηση της ΕΤ3.

Ανέβηκε λοιπόν σ’ ένα σπίτι σαν κι αυτό που περιγράψαμε. Τον υποδέχθηκε μία κυρία και δίχως πολλά πολλά, αφού είδε την κοπέλα, μπήκε στο δωμάτιο. Η πελατεία ήταν λίγη, είχε μεσημεριάσει πια και η κοπέλα είχε όρεξη για κουβέντα. Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και ρώταγε το φοιτητή τι σπουδάζει και τι του αρέσει. Η αλήθεια ήτανε ότι ο καημένος δούλευε από δώδεκα χρονών, νυχτερινό είχε τελειώσει και τρία χρόνια, τρεις με δέκα,  η Σιβιτανίδειος, εφτά και τρία μας κάνουνε δέκα, μαζί και τα Σάββατα. Και τώρα δούλευε από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις μία τη νύχτα σε ένα φαγάδικο, στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Ανάμεσα στ’ άλλα της εξομολογήθηκε ότι του αρέσει το γράψιμο και πότε πότε  σκαρώνει κανένα ποίημα. Όπως καθότανε δίπλα του, όλο και πιο πολύ έσβηνε η όψη της εταίρας και στη θέση της αναδύθηκε μια μαθήτρια, που όπου να’ ναι θα πιάσει τα βιβλία της να διαβάσει για το σχολείο. Σαν πέρασε λίγη ώρα και πήρε θάρρος, του είπε ότι οι δικοί της δεν είχαν ιδέα ότι εξασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα και ότι προ ημερών έπεσε μούρη με μούρη με τον ανιψιό της, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι θα σφαλίσει το στόμα του και δε θα διαρρεύσει το μυστικό.

Αφού πέρασαν από τα ορντέβρ στο κυρίως πιάτο, ο φοιτητής ντύθηκε και σηκώθηκε να φύγει. Τον πρόλαβε στην πόρτα. Κοίτα, του λέει, γράφω κι εγώ πότε πότε κάτι ποιματάκια. Ρίξε όποτε ευκαιρήσεις μια ματιά κι άμα ξανάρθεις μου λες τη γνώμη σου. Και του έδωσε ένα χαρτί τυλιγμένο με μια χαρτοπετσέτα.  

Άμα έφτασε στο σπίτι θυμήθηκε το ποίημα. Άνοιξε τη χαρτοπετσέτα και προς μεγάλη του έκπληξη, είδε τις εκατόν είκοσι δραχμές, που ήταν το εισιτήριο που πλήρωσε για να μπει στον κήπο της Εδέμ. Σ’ αυτό τον κήπο, που μέσα στ’ αγκάθια είχε φυτρώσει ένα ρόδο!

Σ.Π.Παπασηφάκης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου