Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Χένρικ Ίψεν «Το κουκλόσπιτο»

 

Χένρικ  Ίψεν

«Το κουκλόσπιτο»[i]

του Σ.Π.Παπασηφάκη

 

·       Η γυναίκα στο έργο του Ίψεν

·       Το κουκλόσπιτο: μύθος και πραγματικότητα

·       Πρώτες παραστάσεις σε Ευρώπη και Ελλάδα

 

 

Κείνη τη στιγμή κατάλαβα,

πως οχτώ χρόνια είχα ζήσει μ’ έναν ξένον

άντρα και πως έκανα τρία παιδιά μαζί του.

Ίψεν. Το κουκλόσπιτο. Μεταφρ. Λέων Κουκούλας

Εκδ. Γκοβόστη. Σελ. 116

 

Είναι δύσκολο αλήθεια να καταλάβουμε σωστά το πνεύμα του Ίψεν. Αν τον εξετάσουμε σαν
τεχνίτη, η θέση του είναι σίγουρη. Πήρε μαθήματα στη σχολή του Σκριμπ και καλλιέργησε μια δυναμική τεχνική κατάλληλη για το μοντέρνο θέατρο. Εκείνο που ήτανε μηχανικό έγινε οργανικό. Τους τρόπους που μεταχειρίστηκαν  οι παλαιότεροι για να αναπτύξουν τα θέματά τους, τους έβαλε στην άκρη. Τους χαρακτήρες των προσώπων τους άφηνε να ξετυλίγονται μαζί με την υπόθεση και έδειξε τι μπορεί να πετύχει ένας δραματουργός με αυστηρή οικονομία εκφραστικών μέσων. Σ’ αυτές τις καινοτομίες είχε πολλούς οπαδούς. Κοντά σ’ όλα τ’ άλλα που δίδαξε θα πρέπει να του αναγνωρίσουμε και το ότι κατάργησε την πεντάπρακτη διαίρεση. Μέχρι τότε χωρίζονταν τα θεατρικά έργα σε πέντε πράξεις, έστω και αν η επόμενη πράξη διαδραματιζόταν στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη, ακόμη και χρονικά. Ο Ίψεν έκανε τους ανθρώπους να σκεφτούν ότι αξίζει να διατηρηθεί η ενότητα του χώρου.

Έδειξε επίσης πόσα πράγματα μπορεί ο θεατρικός συγγραφέας να δώσει και στον ηθοποιό να καταλάβει και στον αναγνώστη και στους σκηνοθέτες οι οποίοι θα καταπιαστούν με το έργο του, με σκηνικές οδηγίες σωστά διατυπωμένες. Στις κοινωνικές και χαρακτηρογραφικές ιδέες ο Ίψεν έφερε αληθινή επανάσταση. Κι έτσι λίγο θα είναι ότι κι αν πούμε για την επίδραση που είχε στους διανοούμενους από το 1880 έως το 1920.

Το έργο του Μπέρναρντ Σω, «Η Πεμπτουσία του Ιψενισμού», δείχνει καθαρά πόση ήταν η επιρροή του γερασμένου και απότομου Νορβηγού στους νέους διανοούμενους. Τα έργα του ξεπερνούν σε δύναμη όλα σχεδόν τα ρεαλιστικά δράματα της εποχής.  Μία από τις αιτίες της δύναμής τους, είναι πως κι όταν ακόμη παίρνει το θέμα ο Ίψεν από μία χυδαία πραγματικότητα, η ποιητική του διάθεση το μετατρέπει σε ποίημα. Η βασική όμως αιτία είναι πως κανένα από τα κύρια πρόσωπά του  δεν είναι συνηθισμένο ή κοινότοπο. Σκοπός που αποτελούσε άρθρο πίστης για το Ζολά, για τον Εμίλ Οζιέ και για τον Αλέξανδρο Δουμά, το γιο, ήταν να παρασταίνουν σκηνές οικογενειακές και πρόσωπα που να μην ξεφεύγουν καθόλου από τη γραμμή της κοινωνικής ζωής. Τα πρόσωπα του Ίψεν είναι ολότελα διαφορετικής κατηγορίας. Μπορεί να σκιαγραφεί σκηνές παρμένες από τη ζωή της μεσαίας τάξης, αλλά τα πλάσματα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτές τις σκηνές δεν είναι συνηθισμένα. Ιδιαίτερα τα γυναικεία πρόσωπα στο έργο του φαντάζουν κάπως αλλόκοτα, «δαιμονισμένα», όπως λέει ο Αλλαρντάυς Νικόλ στην Ιστορία Θεάτρου του.[ii]

Η αλήθεια είναι ότι ο Ίψεν πίστευε ότι από τότε η γυναίκα ήταν αδικημένη από την κοινωνία και από τους άνδρες. Πάνω δε στις σεξουαλικές σχέσεις και το γάμο οι ιδέες του ήταν ανατρεπτικές. Το 1862 στην κωμωδία του «Έρωτα» έγραφε: «Αν θες να παντρευτείς μην ερωτευτείς. Αν πάλι ερωτευθείς χώρισε». Προσέξτε πόση αλήθεια και πόση ανατροπή κρύβεται μέσα σ’ αυτά. Σας υπενθυμίζω τι έλεγε σχετικά ο Ουάιλντ: «μπορείς να ζήσεις ευτυχισμένα με οποιαδήποτε γυναίκα, φτάνει να μην είσαι ερωτευμένος μαζί της». Ο έρωτας και για τους δύο είναι κάτι το ιερό.

Ο Ίψεν γνωρίζει ότι για κάθε ανικανοποίητη γυναίκα, υπάρχει κι ένας ανικανοποίητος άντρας, για κάθε δεσμώτη κι ένας δεσμοφύλακας που ζει κι αυτός στη φυλακή έστω και έξω από τα κάγκελα.  Ο Ίψεν είναι μοντέρνος, συχνά πιο μοντέρνος κι από μας, γιατί σε όλα τα έργα του οι αντρικές και οι γυναικείες μορφές βαδίζουν χέρι χέρι, υποφέρουν από κοινού ακόμη και όταν αλληλοεξοντώνονται.

Από τις γυναίκες του Ίψεν φοβόμαστε και ελπίζουμε περισσότερα απ’ ότι απ’ τους άντρες του. Η κυρία Άλβινγκ στους βρικόλακες μένει κοντά στον άντρα της ψυχρή και τυπική γιατί η αξιοπρέπεια του σπιτιού της ιεραρχείται γι’ αυτήν πάνω από καθετί, τη χαρά, την αλήθεια, ακόμα και την ψυχική υγεία του γιου της που κληρονομεί το αφροδίσιο νόσημα του πατέρα του.

Η Ρεβέκκα Βεστ, η οικονόμος του κυρίου Ρόσμερς στο Ρόσμελχομ, σπρώχνει την κυρά της στην αυτοκτονία με την ελπίδα να γίνει η δεύτερη κυρία Ρόσμερς. Δε λαχταρά απλά να γίνει σύζυγος, λαχταρά να πραγματωθεί μέσα απ’ αυτόν, μια και αυτή, ως γυναίκα, δεν είχε το δικαίωμα να κονταροχτυπηθεί στο κοινωνικό αλώνι.

Η κυρά της θάλασσας, όσο κι αν είναι συμβολική και στομφώδης, θέτει ένα άλλο γυναικείο αίτημα: την ελευθερία της επιλογής. Η Ελλίντα είναι υποχρεωμένη να μείνει κοντά στο Βάγκελ γιατί είναι γυναίκα του. Η έλξη που νιώθει για τη θάλασσα, τη σπρώχνει να εγκαταλείψει τον άντρα της, όταν έρχεται να τη ζητήσει ο ξένος, ο θαλασσινός που είχε αγαπήσει όταν ήταν κοπέλα.

Στον αρχιμάστορα Σόλνες, η Χίλντα πλησιάζει τον Σόλνες και τον ωθεί να μεγαλουργήσει. Έτσι εκείνος, όταν ανεβαίνει στην κορυφή μιας νεόχτιστης οικοδομής του, μόλο που ξέρει πώς τον ζαλίζει το ύψος, πέφτει και σκοτώνεται. Οι γυναίκες του Ίψεν γνωρίζουν καλά το θάνατο, τον παίζουν στα δάχτυλά και τον προσφέρουν σαν κόκκινο λουλούδι στους άλλους ή και στον εαυτό τους.

Ας πάμε όμως στο κουκλόσπιτο. Η Νόρα είναι ίσως η σπουδαιότερη γυναικεία παρουσία στο έργο του Ίψεν. Το θέμα το έχει πάρει από μία πραγματική ιστορία. Στα 1869, μία κοπέλα είκοσι χρονών, η Λώρα Πέτερσον, είχε γράψει ένα μυθιστόρημα με αφιέρωση στον Ίψεν και τίτλο «Οι κόρες του Μπραντ». Ο Ίψεν τη γνώρισε προσωπικά τον επόμενο χρόνο στην Κοπεγχάγη. Χαριτωμένη και ανοιχτόκαρδη η Λώρα, άρεσε σαν ανθρώπινο πλάσμα στον ποιητή κι έγινε φίλη της οικογένειάς του. Στη Δρέσδη, όπου εγκαταστάθηκε αργότερα η οικογένεια πήγε κι εκείνη να περάσει το καλοκαίρι. Εκεί συνδέθηκε ιδιαίτερα με την κυρία Σουζάνα, τη γυναίκα του και συνήθισε, καθώς φαίνεται, να της ανοίγει την καρδιά της. Ο Ίψεν, που αγαπούσε την πρόσχαρη ζωντάνια της, την είχε βγάλει «καρδερινούλα».

Αλλά στα 1872 ένα σύννεφο πέρασε από τη ζωή της Λώρας Πέτερσον. Ο πατέρας της πέθανε  κι εκείνη παντρεύτηκε στη Δανία τον υφηγητή Κήλερ, άνθρωπο έντιμο αλλά με σπασμένα νεύρα και χωρίς οικονομική άνεση. Για να τα βγάλει πέρα ο Βίκτωρ Κήλερ, φορτώθηκε με πρόσθετη δουλειά, έπαθε υπερκόπωση, που του γύρισε σε φυματίωση. Μάταια η Λώρα προσπάθησε να τον πείσει πως έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα του. Ο Κήλερ ήταν ανένδοτος. Τότε η Λώρα, χωρίς να πει ούτε σ’ αυτόν, ούτε στην ίδια της τη μητέρα τίποτα, ζήτησε και πήρε, με εγγυητή έναν οικογενειακό φίλο, δάνειο από μία τράπεζα. Μ’ αυτά τα χρήματα πήγε ταξίδι στην Ιταλία τον άντρα της για να ξαναβρεί την υγεία του. Ο άντρας της πίστευε ότι τα χρήματα του ταξιδιού, προέρχονταν από συγγραφικά δικαιώματα από τα βιβλία της Λώρας.

Την ιστορία αυτή η Σουζάνα Ίψεν την έμαθε από γράμματα της νεαρής φίλης της και, καθώς ήταν πολύ τιμητική για τη Λώρα, την είπε στον ποιητή. Ενώ όμως ο άντρας της θεραπεύτηκε, η αφοσιωμένη μικρή Λώρα υπέφερε. Όταν την ξαναείδε ο Ίψεν παραπονέθηκε πως η μικρή καρδερινούλα του έπαψε να τιτιβίζει. Κι αυτό ήταν φυσικό. Για να τα βγάλει πέρα με το πρώτο δάνειο είχε καταφύγει σ’ ένα δεύτερο, και αυτό, το δεύτερο, δε μπορούσε να το εξοφλήσει. Ήταν κι άρρωστη έπειτα από μία γέννα. Ο εγγυητής, ανίκανος να πληρώσει αυτός, άρχισε να την πιέζει. Τότε η Λώρα έστειλε στην κυρία Ίψεν το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματός της, με την ελπίδα να το συστήσει ο άντρας της στον εκδότη του, πράγμα το οποίο αν είχε ευτυχή κατάληξη θα της απέφερε κάποιο ποσό να ξαλαφρώσει. Ο Ίψεν όμως φαίνεται πώς δίστασε να κάνει τη σύσταση που του ζητούσαν, γιατί έβρισκε το μυθιστόρημα προχειρογραμμένο. Η αλήθεια είναι πως δε μπορούσε να φανταστεί τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει η «καρδερινούλα» του.

Δεν της απέμεναν πλέον πολλά περιθώρια. Αφού έκαψε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος και ύστερα από τις συνεχείς οχλήσεις του εγγυητή ο οποίος την εξόρκιζε να κάνει κάτι γιατί είχε μικρά παιδιά να μεγαλώσει, μέσα στην αγωνία της έφτιαξε μία ψεύτικη συναλλαγματική. Η αλήθεια όμως μαθεύτηκε κι άρχισε ο κατήφορος. Το λογικό της κλονίστηκε, ο Κήλερ, που έμαθε την αλήθεια, έγινε βάναυσος κι εκείνη, πρώτα κλείστηκε σε ψυχιατρείο, ύστερα βγήκε το διαζύγιο και στο τέλος της πήραν τα παιδιά.

Διαβάζοντας το κουκλόσπιτο βλέπουμε ότι η μεταφορά του στο θέατρο είναι ηπιότερη. Η αλήθεια μπορεί να είναι πολύ πιο σκληρή κι από τη γονιμότερη φαντασία. Το έργο μπορεί να μη συναγωνίζεται σε πρωτοτυπία τους βρικόλακες, αλλά αποτέλεσε την απαρχή για την αναγνώριση και τη δικαίωση του γυναικείου ζητήματος. Ήταν τόσο μεγάλη η εντύπωση που έκανε, σε κείνους που ήταν έτοιμοι να εντυπωσιαστούν γόνιμα με κάτι τέτοια, ούτως ώστε ο Στρίντμπεργκ, στον περίφημο πρόλογο του έργου του «Δεσποινίς Τζούλια» γράφει: «Όταν η Νόρα βρόντηξε την πόρτα στο τέλος του έργου, τραντάχτηκε ολόκληρο το θέατρο».

Ποια είναι όμως η υπόθεση του έργου: Η Νόρα, κόρη ενός τραπεζικού, μεγάλωσε στο σπίτι του πατέρα της, ορφανή από μάνα, σαν τα περισσότερα κορίτσια, σαν μια κούκλα. Ο πατέρας της έπαιζε μαζί της, καθώς αυτή έπαιζε με τις κούκλες της κι όταν έφτασε η στιγμή να παντρευτεί, δεν είχε καμία πείρα, κανένα θετικό εφόδιο για τη ζωή, όπως όλα τα κουκλόπαιδα της καλής αστικής κοινωνίας. Μια απλή σύμπτωση, η αποστολή από το κράτος του νεαρού δικηγόρου Τόρβατ Χέμλερ στην πόλη όπου έμενε η Νόρα με τον πατέρα της, στάθηκε μοιραία για τη ζωή της. Ο νεαρός δικηγόρος, που ερχόταν να κάνει μια διοικητική ανάκριση, για να εξακριβώσει το βαθμό ενοχής του πατέρα της σε μία βρωμοδουλειά στην τράπεζα, γνώρισε την όμορφη αυτή κουκλίτσα, την ερωτεύτηκε τρελά και την έκανε γυναίκα του. Ως ανακριτής, σκέπασε την υπόθεση της κατάχρησης, του αυριανού πεθερού του,  γιατί περί αυτού επρόκειτο, για να μην υπάρχει καμία σκιά στη ζωή της γυναίκας του και κατ’ επέκταση στη δική του.

Ωστόσο η Νόρα πηγαίνοντας στο σπίτι του άντρα της δεν άλλαξε ουσιαστικά σε τίποτα, από κούκλα του πατέρα της έγινε κούκλα του άντρα της. («Ήμουν η κούκλα-σύζυγός σου εδώ, όπως και στο σπίτι ήμουν το παιδί-κούκλα του μπαμπά.» Πράξη III) Μετά από μία ασθένεια του συζύγου της και για να τον βοηθήσει, παίρνει κρυφά ένα τραπεζικό δάνειο, ύστερα ένα δεύτερο το οποίο αδυνατεί να αποπληρώσει. Κι οπωσδήποτε, όταν όλα θα βγουν στο φως, πρέπει να φύγει από το σπίτι για να μάθει ότι πάνω από τις υποχρεώσεις που έχεις σε όλους τους άλλους, είναι η υποχρέωση που έχεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Να γίνεις σωστός άνθρωπος. Δεν ήταν παρά ένα παιδί, που πρέπει τώρα να βγει έξω να ανακαλύψει τον εαυτό του και πράγμα ακόμη πιο δύσκολο, ένα παιδί γένους θηλυκού. Ουσιαστικά στο κουκλόσπιτο, πραγματώνεται από σκηνής η ιστορία της Λώρας Πέτερσον, ιδωμένη με τα μάτια ενός μεγάλου ποιητή ενός ψυχογράφου κι όπως όλα τα σπουδαία έργα αφήνει ανεξίτηλα το σημάδι του στο παγκόσμιο θέατρο.  Ένα έργο μπροσούρα για τη γυναικεία χειραφέτηση.

Το σπίτι της κούκλας, το τελείωσε ο Ίψεν στο Αμάλφι της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1879.


Αμέσως όμως άρχισε να το ξαναγράφει από την αρχή. Στους εκδότες του, που περίμεναν το έργο για να προλάβουν τη χριστουγεννιάτικη αγορά, έγραψε πως χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα για να δουλέψει τη γλώσσα και τους διαλόγους. Στη νέα γραφή πρόσθεσε πολλές σκηνικές λεπτομέρειες: τα ζαχαρωτά της Νόρας, την ταραντέλα, το μαύρο ντόμινο, το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα σβησμένα κεριά... Μία πιο σημαντική τροποποίηση ήταν ο τίτλος: ο αρχικός «Η Νόρα, ο Χέλμερ και το κουκλόσπιτό τους» έγινε «Το σπίτι της κούκλας».

Το έργο ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης στις 24 Δεκεμβρίου 1879. Είχε επιτυχία και μέσα σε ένα χρόνο μεταφράστηκε και άρχισε να παίζεται σ’ όλο τον κόσμο. Στη Νορβηγία ανέβηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Ιανουαρίου του 1880 στο θέατρο της Χριστιανίας (στο σημερινό Όσλο) και στις 30 του ίδιου μήνα στο Μπέργκεν. Η Γιοχάνε Γιούελ ήταν η πρώτη Νόρα. Ακολούθησαν οι παραστάσεις στη Γερμανία με καινούριο τέλος, όπου η Νόρα μένει τελικά στο σπίτι της για χάρη των παιδιών της.  Ο Ίψεν θεώρησε βάρβαρη αυτή τη σκηνική αλλαγή και μετάνιωσε που την επέτρεψε. Έτσι το έργο επέστρεψε στην αρχική σύλληψη του συγγραφέα και η Νόρα εγκαταλείπει πλέον οριστικά το σπίτι της. Σ’ αυτό ίσως έπαιξε σημαντικό ρόλο και η γυναίκα του, η Σουζάνα, που στα βαθιά της γεράματα, αγαπούσε να λέει στους επισκέπτες της, ότι στη ζωή της φρόντιζε να ενισχύει την αποφασιστικότητα του άντρα της και, μέσα στ’ άλλα, εννοούσε και τη φυγή της Νόρας. Το οικογενειακό «ανέκδοτο» λέει ότι του έθεσε ωμά το δίλλημα: «ή θα φύγει η Νόρα ή εγώ απ’ το σπίτι».

Το έργο λοιπόν, με την παρέμβαση της Σουζάνας ή δίχως αυτή, κλείδωσε στην οριστική του μορφή. Έκτοτε ακολούθησε μια λαμπρή καριέρα. Άρχισαν να γράφονται άρθρα και βιβλία και, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, σε άλλα το επαινούσαν και σε άλλα το κατέκριναν. Το θέμα του διαζυγίου, ταμπού για την εποχή εκείνη, έγινε συχνή κουβέντα στα χείλη των δικηγόρων και στόχος επίθεσης των κληρικών. Στις βεγγέρες των αστικών σπιτιών συζητήθηκε με πάθος. Με την ευκαιρία της παράστασης του κουκλόσπιτου από τον Μπέργκμαν, όπως έψαχναν τα στοιχεία για τη δραματουργική ανάλυση του έργου, βρήκαν πρόσκληση του 1886 η οποία έγραφε: «ο κύριος και η κυρία …… έχουν την ευχαρίστηση να προσκαλέσουν τον κύριο και την κυρία ……. στο σπίτι τους, στην οδό Μπρεντ για δείπνο, την Πέμπτη ώρα 6. Ένδυμα επίσημο. Υστερόγραφο: Θα συζητηθεί «το σπίτι της κούκλας» του Ίψεν». Αυτό που θεωρήθηκε επαναστατική λύση και προκαλούσε ζωηρότατες συζητήσεις, ήταν, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, ότι η Νόρα εγκατέλειψε την οικογένειά της. Σήμερα, που έχουμε περάσει στην αντίπερα όχθη, κάτι τέτοια δε μας ενοχλούν διόλου. Το έργο όμως κρατά μία εποχική αυθεντικότητα και μια παράξενη δύναμη που εξακολουθεί να ερεθίζει το κοινό. Αυτή εξάλλου είναι η δύναμη του Ίψεν και κάθε μεγάλου κλασικού συγγραφέα.

Στην Ελλάδα το πρώτο έργο του Ίψεν που παρουσιάσθηκε ήταν οι βρικόλακες. Ανέβηκε το 1894, δεκατρία χρόνια αφότου γράφτηκε και κυκλοφόρησε στη Νορβηγία. Από εκεί και πέρα η παρουσία των έργων του στην ελληνική σκηνή είναι συνεχής. Ο Ίψεν όχι μόνο επηρέασε τους συγγραφείς, αλλά τα έργα του αποτέλεσαν μεγάλη πρόκληση για ηθοποιούς και σκηνοθέτες, που έσπευσαν να αναμετρηθούν μαζί τους. Σκηνοθέτες όπως οι: Οικονόμου, Χρηστομάνος, Πολίτης, Ροντήρης, Κουν, Μινωτής, Κατσέλης, Μουζενίδης ανέβασαν Ίψεν. Οι παραστάσεις έργων του, σε σχέση με το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, έχουν  μειωθεί σημαντικά, δεν έχουν εκλείψει όμως ολωσδιόλου. Δεν είναι τυχαίο ότι αποσπάσματα από τη Νόρα, παίζονται συχνά σε οντισιόν από ηθοποιούς για να βεβαιώσουν το τάλαντο που διαθέτουν, ενώ στις πτυχιακές των δραματικών σχολών τα αποσπάσματα αυτά είναι στην πρώτη πεντάδα με τον Άμλετ και το κρανίο του ή με το μονόλογο του φεγγαριού από το Ματωμένο Γάμο.

Για το πότε πρωτοανέβηκε το κουκλόσπιτο στην Ελλάδα, δε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Βιβλία τα οποία έχουν το όρντινο της χρονιάς, δηλαδή ποια έργα παίζονται κάθε χρόνο και από ποιους, έχω στην κατοχή μου από το 1925 και μετά.[iii] Η πρώτη παράσταση που μπόρεσα να βρω, ανέβηκε στο Θέατρο Απόλλων στις 1 Απριλίου 1928 από την Κα Κυβέλη, η οποία ερμήνευσε και το ρόλο της Νόρας.  Η παράσταση αυτή, μαζί με τον Αρχιμάστορα Σόλνες, δόθηκε από το θέατρο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που το έργο ανέβαινε στην Ελλάδα. Ο Άλκης Θρύλος[iv] γράφει στην κριτική αυτής της παράστασης: «Το κοινό είχε περισσότερες αξιώσεις από το θίασο της Κας Κυβέλης. Όσο κι αν το θέατρό της είναι κι αυτό μια ιδιωτική επιχείρηση, είναι ένα θέατρο οργανωμένο μ’ ένα μακρύ παρελθόν. Το κοινό περίμενε για το γιορτασμό της εκατονταετηρίδας του Ίψεν, η Κα Κυβέλη να ανεβάσει ένα έργο άπαιχτο κι άγνωστο ακόμη στην Ελλάδα. Η Κα Κυβέλη αρκέστηκε να ξαναπαίξει την πολυπαιγμένη «Νόρα», που είναι ένα από τα χειρότερα δράματα του χειρότερου ιψενικού κύκλου: του κοινωνικού. Το μόνο αισθητικό σημείο της παράστασης ήταν το παίξιμο της ίδιας της Κας Κυβέλης, που κατορθώνει πάντα να συναρπάζει με το χρώμα και την ανεξάντλητη δροσιά που σκορπά πλούσια σε κάθε της ρόλο. Αυτό δεν ελαττώνει τη σημασία ότι η Κα Κυβέλη δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επαναλάβει μια παλιά της επιτυχία».

Απ’ όλα αυτά συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η Κα Κυβέλη είχε ξανανεβάσει τη Νόρα πιθανότατα το 1915, ενώ φαίνεται ότι είχε ερμηνεύσει το ρόλο και η Μαρίκα Κοτοπούλη το 1921. Ακολούθησε ο θίασος Λαμπέτη – Χορν στο θέατρο Κυβέλης στις 1 Απριλίου 1953. Για την Έλλη Λαμπέτη στο ρόλο της Νόρας διαβάζουμε στις κριτικές εκείνης της εποχής. «Η κυρία Λαμπέτη, που ήταν εξαίσια στις δύο πρώτες πράξεις όπου η Νόρα παιχνιδίζει, που χόρεψε το χορό της ταραντέλας, με την ηθοποιία την οποία απαιτεί η σκηνή αυτή, στην τελευταία πράξη υστέρησε αισθητά. Βέβαια, η απότομη μεταστροφή της Νόρας, είναι πάρα πολύ δύσκολο για να μην πω αδύνατο να γίνει πειστική, όμως ο μεγάλος ηθοποιός αποκρύβει, διορθώνει, τουλάχιστον εν μέρει, τις αδυναμίες του κειμένου».

Στο περιοδικό «διαβάζω»[v] στο τεύχος που είναι αφιερωμένο στον Ίψεν, παρατίθεται η


παραστασιογραφία των έργων του στην Ελλάδα για τα τελευταία τριάντα χρόνια πριν από την έκδοση του περιοδικού με το αφιέρωμα στο συγγραφέα. (1957-1987) Σ’ αυτήν διακρίνουμε άλλες τρεις παραστάσεις: στο Εθνικό Θέατρο το 1964-65, σε μετάφραση Γ.Ν.Πολίτη, σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη και τη Βάσω Μανωλίδου στο ρόλο της Νόρας[vi], στο Κ.Θ.Β.Ε. το 1974-75 σε μετάφραση Βασίλη Δασκαλάκη, σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη και την Αντιγόνη Βαλάκου στο ρόλο της Νόρας και από το θίασο Μοντέρνοι Καιροί το 1980-81σε σκηνοθεσία Κώστα Νταλιάνη. Η παράσταση που ανέβηκε στο Κ.Θ.Β.Ε. παρουσιάστηκε και από «το θέατρο της Δευτέρας» στην ΕΡΤ στις 7 Ιανουαρίου 1980.[vii] Είχα την τύχη να δω το κουκλόσπιτο το 1990 στο Θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη και την Κατερίνα Μαραγκού στο ρόλο της Νόρας. (Πρώτη παράσταση Σάββατο 10 Νοεμβρίου 1990)

 

Τα μεγάλα έργα, όπως είναι το κουκλόσπιτο, έχουν κάτι μέσα τους από τη μοίρα των εποχών. Έρχονται και φεύγουν με τη βεβαιότητα ότι σίγουρα θα ξανάρθουν. Κι εμείς θα περιμένουμε να τα ξαναδούμε, για να μας εισάγουν μέσα στους δαιδαλώδεις κόσμους του πρωτομάστορα του ρεαλισμού, του Χένρικ Ίψεν.

 



[i] Το κείμενο αυτό, στο αρχικό του σχέδιο, παρουσιάσθηκε στο ραδιόφωνο, στο «Ράδιο Χαλκίδα», το 1990 στην εκπομπή «Δρόμοι του Θεάτρου», εκπομπή στην οποία είχα την επιμέλεια και την παρουσίαση. Αφορμή στάθηκε η παράσταση από το κουκλόσπιτο που παρακολούθησα τότε, στο Θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη. Τώρα παρουσιάζεται με περισσότερα στοιχεία.

[ii] Αλλαρντάυς Νικόλ. Παγκόσμια Ιστορία Θεάτρου. «Ο θρίαμβος του ρεαλισμού». Τόμος 4. Σελ 11-38 Εκδόσεις Σμυρνιώτη.

[iii] Άλκη Θρύλου. Το Ελληνικό Θέατρο. Ακαδημία Αθηνών. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης  Ουράνη. Αθήναι 1979.

[iv] Κατά κόσμον Ελένη Ουράνη

[v] Διαβάζω, τεύχος 181, 23-12-87.

[vi] «Η κυρία Μανωλίδου ήταν στις δύο πρώτες πράξεις όπου κατόρθωσε να αποδώσει την κάθε απόχρωση, τον κάθε κυματισμό που υποδεικνύει το κείμενο και να αποφύγει κάθε μονοτονία, αδιάλειπτα ένα χάρμα, και στην τελευταία πράξη των δογματισμών και κατηχήσεων εμφύσηξε στη Νόρα όση ζωντάνια και πειστικότητα επιδέχεται» Περιοδικό «Νέα Εστία» 1 Ιανουαρίου 1965. (συντάκτης ανεπιβεβαίωτος – πιθανότατα ο Άλκης Θρύλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου