Η βρύση
που στάζει
Την πήρε μικρή. Την πήρε απ'
αγάπη. Ο κυρ Στέφανος γεννήθηκε γύρω στο είκοσι και η γυναίκα του η Ολυμπία στο
τριάντα πέντε. Ήτανε της μόδας τότε οι άντρες να παντρεύονται μικρούλες. Αλλά
κι εκείνες γυρεύοντας πηγαίνανε. Αγαπούσανε τους νέους και παίρνανε τους
γέρους. Οι άντρες να είναι ...δημιουργημένοι, οι γκρίζοι κρόταφοι και άλλες
τέτοιες τρίχες. Όλα αυτά τα μετανιώνανε κάποτε, όταν αντί να βγαίνουνε με τον
άντρα τους, βγαίνανε με το μπαμπά τους, αλλά πάντα η μετάνοια έρχεται εκ των υστέρων,
αφού πρώτα έχεις αμαρτήσει.
Οι άντρες πάλι ήταν πάντα ευχαριστημένοι. Στην αρχή που είχαν δίπλα τους ένα τρυφερούδι, ύστερα θύμωναν λιγάκι όταν τους ρωτούσαν αν είναι κόρη τους, αλλά το προσπερνούσαν, γιατί υπολόγιζαν ότι πέρα από μια θελκτική και νεότατη γυναίκα, θα έχουν και μια νοσοκόμα για τα γεράματα, η οποία θα τους παρασταθεί και θα είναι όρθια όταν αυτοί πέσουν. Πάντα όμως έχουν μία ανησυχία, μην τους έρθει κανένα κέρατο στα πίσω πίσω, αν δεν τους έχει έρθει στα μπροστά μπροστά.
Ζήσανε έτσι κάμποσα χρόνια, σε μια παραλιακή κωμόπολη της κεντρικής Εύβοιας. Με τα χρόνια θες
από έρωτα, θες από συνήθεια, αγάπησαν ο ένας τον άλλο και προϊόντος του χρόνου, κάτω από την απειλή των επερχόμενων γηρατειών, πρόσεχαν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο. Ο γιος τους, καρπός της αγάπης τους, έτυχε πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ζούσε και εργαζόταν στη Χαλκίδα.
Μα δυστυχώς τα πράγματα δεν πάνε πάντοτε όπως τα έχουμε σχεδιάσει κι ο Θεός γελάει όταν οι άνθρωποι κάνουνε όνειρα. Έτσι η Ολυμπία, γύρω στα 1985 έπαθε ένα εγκεφαλικό κι έπεσε στο κρεβάτι. Οι ρόλοι άλλαξαν, η νοσοκόμα έγινε νοσοκόμος. Ο κυρ Στέφανος που δεν ήξερε να βράσει ένα αυγό, έμαθε να μαγειρεύει. Την ετάιζε στο στόμα όπως τα μωρά. Μαγείρευε, έπλενε, σφουγγάριζε όλα αυτά με όση υπομονή του είχε απομείνει. Όταν τα χρόνια βαρύνανε πάνω του, ο γιος του έβαλε μια γυναίκα, μια κοπέλα από τη Βουλγαρία, να γιατροπορεύει τη σύζυγο, να περιποιείται κι εκείνον. Πέρα από το εγκεφαλικό όμως η καρδιά δούλευε ρολόι. Η Ολυμπία, γερό σκαρί, έζησε έτσι δεκαπέντε χρόνια. ...Η βρύση που στάζει, λειαίνει το μάρμαρο κι η τελευταία σταγόνα είναι κείνη που γεμίζει το ποτήρι, αφού καβαλικέψει πάνω στην πλάτη των αλλονών. Κι ο Στέφανος μαράζωνε μέρα με τη μέρα. Όλο κι αδυνάτιζε, περιόρισε το φαΐ τόσο, όσο να κρατά μονάχα μια κλωστή γερή, αυτή που τον κρατούσε στη ζωή.
Και μια μέρα, πριν προλάβει η αγάπη να γίνει βάρος, την έκοψε κι εκείνη. Βγήκε στον κήπο, κάθισε στη σκιά κάτω από το δέντρο κι έστειλε τη Βουλγάρα να του φτιάξει έναν καφέ. Όταν γύρισε τον είδε κρεμασμένο. Τραμπάλιζε ακόμη σαν εκκρεμές, σ' αυτό το μεταίχμιο που χωρίζει το φως απ' το σκοτάδι.
Οι άντρες πάλι ήταν πάντα ευχαριστημένοι. Στην αρχή που είχαν δίπλα τους ένα τρυφερούδι, ύστερα θύμωναν λιγάκι όταν τους ρωτούσαν αν είναι κόρη τους, αλλά το προσπερνούσαν, γιατί υπολόγιζαν ότι πέρα από μια θελκτική και νεότατη γυναίκα, θα έχουν και μια νοσοκόμα για τα γεράματα, η οποία θα τους παρασταθεί και θα είναι όρθια όταν αυτοί πέσουν. Πάντα όμως έχουν μία ανησυχία, μην τους έρθει κανένα κέρατο στα πίσω πίσω, αν δεν τους έχει έρθει στα μπροστά μπροστά.
Ζήσανε έτσι κάμποσα χρόνια, σε μια παραλιακή κωμόπολη της κεντρικής Εύβοιας. Με τα χρόνια θες
από έρωτα, θες από συνήθεια, αγάπησαν ο ένας τον άλλο και προϊόντος του χρόνου, κάτω από την απειλή των επερχόμενων γηρατειών, πρόσεχαν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο. Ο γιος τους, καρπός της αγάπης τους, έτυχε πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ζούσε και εργαζόταν στη Χαλκίδα.
Μα δυστυχώς τα πράγματα δεν πάνε πάντοτε όπως τα έχουμε σχεδιάσει κι ο Θεός γελάει όταν οι άνθρωποι κάνουνε όνειρα. Έτσι η Ολυμπία, γύρω στα 1985 έπαθε ένα εγκεφαλικό κι έπεσε στο κρεβάτι. Οι ρόλοι άλλαξαν, η νοσοκόμα έγινε νοσοκόμος. Ο κυρ Στέφανος που δεν ήξερε να βράσει ένα αυγό, έμαθε να μαγειρεύει. Την ετάιζε στο στόμα όπως τα μωρά. Μαγείρευε, έπλενε, σφουγγάριζε όλα αυτά με όση υπομονή του είχε απομείνει. Όταν τα χρόνια βαρύνανε πάνω του, ο γιος του έβαλε μια γυναίκα, μια κοπέλα από τη Βουλγαρία, να γιατροπορεύει τη σύζυγο, να περιποιείται κι εκείνον. Πέρα από το εγκεφαλικό όμως η καρδιά δούλευε ρολόι. Η Ολυμπία, γερό σκαρί, έζησε έτσι δεκαπέντε χρόνια. ...Η βρύση που στάζει, λειαίνει το μάρμαρο κι η τελευταία σταγόνα είναι κείνη που γεμίζει το ποτήρι, αφού καβαλικέψει πάνω στην πλάτη των αλλονών. Κι ο Στέφανος μαράζωνε μέρα με τη μέρα. Όλο κι αδυνάτιζε, περιόρισε το φαΐ τόσο, όσο να κρατά μονάχα μια κλωστή γερή, αυτή που τον κρατούσε στη ζωή.
Και μια μέρα, πριν προλάβει η αγάπη να γίνει βάρος, την έκοψε κι εκείνη. Βγήκε στον κήπο, κάθισε στη σκιά κάτω από το δέντρο κι έστειλε τη Βουλγάρα να του φτιάξει έναν καφέ. Όταν γύρισε τον είδε κρεμασμένο. Τραμπάλιζε ακόμη σαν εκκρεμές, σ' αυτό το μεταίχμιο που χωρίζει το φως απ' το σκοτάδι.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου