Το δέντρο
που δεν ήθελε ν’ ανθίσει
του Σ.Π.Παπασηφάκη
Μια φορά κι
έναν καιρό σε μια πολύ όμορφη χώρα ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του, τη
βασίλισσα και τις δυο του κόρες τις νεαρές πριγκίπισσες. Ο βασιλιάς, εκτός από
την κορόνα, είχε στο κεφάλι του και όλα τα ζητήματα του κράτους. Η βασίλισσα με
τις κόρες της από την άλλη, δεν είχε καμιά ασχολία, εκτός από τις γιορτές που
διοργάνωναν με κάθε ευκαιρία στη μεγάλη σάλα του παλατιού και τα ρούχα που θα
έπρεπε να φορέσουν. Α, ψέματα! Είχαν και την περιποίηση του κήπου. Μη
φανταστείτε ότι αυτές φύτευαν και σκάλιζαν τα δέντρα και τα φυτά. Α, όχι! Είχαν
γι’ αυτό το σκοπό πολλούς κηπουρούς που φρόντιζαν καθημερινά τον κήπο. Έτσι, ο
τεράστιος κήπος του παλατιού είχε λογιών λογιών δέντρα και φυτά και χαιρόσουνα
να τον βλέπεις. Όμορφα φιδίσια δρομάκια διέσχιζαν τον κήπο και κάθε τόσο
εύρισκες παγκάκια να ξαποστάσεις και πηγούλες να ξεδιψάσεις. Η βασίλισσα έσερνε
συχνά το βασιλιά εκεί να του δείξει τα καινούρια δέντρα και οι πριγκίπισσες
έκαναν ρομαντικούς περιπάτους και φαντάζονταν την ώρα που θα έκαναν τους ίδιους
περιπάτους με έναν άντρα στο πλάι τους κρατώντας τον σφιχτά από το μπράτσο.
Όλα ήταν
όμορφα και τίποτα δε χάλαγε αυτή την
ομορφιά. Εξόν από ένα. Ήταν ένα δεντράκι που δεν έλεγε ν’ ανθίσει. Το είχαν φέρει
μαζί με άλλα από τη μακρινή Κίνα. Όλα τα άλλα προόδευσαν, άπλωσαν μεγάλες
ρίζες, κορμούς εύρωστους και κλαδιά μπράτσα γερά. Όταν δε άνθιζαν, χαιρόσουνα
να τα βλέπεις. Από κάθε κλωνί ξεπεταγόταν πορτοκαλί λουλουδάκια που μόλις ο
αέρας τα ανάδευε σκόρπιζαν γλυκιά μυρωδιά ένα γύρω. Εκείνο όμως, το ένα, το
μοναδικό δεν άνθισε ποτέ. Οι ρίζες του δεν απλώθηκαν να βυζάξουνε το χώμα, ο
κορμός του δε χόντρυνε και τα κλαδιά του ήταν μικρά και ανεμικά. Η βασίλισσα
διέταξε τον αρχικηπουρό να το φροντίσει κι εκείνος φώναξε με τη σειρά του το
γεωπόνο του παλατιού να του εξηγήσει γιατί δεν μεγαλώνει σαν τ’ άλλα.
Πέρασε καιρός, έγιναν πολλές προσπάθειες μα το δεντράκι δεν άνθισε. Έτσι η βασίλισσα,
αλλά και οι πριγκίπισσες, επειδή τους χάλαγε τη συνολική ομορφιά με την παρουσία
του, διέταξαν να το ξεριζώσουν και να το στείλουν στην Αφρική. Εκεί, λέει, οι
άνθρωποι είχαν στο νου τους μονάχα πως θα καταφέρουν να ζήσουν και λίγο τους
ενδιέφερε να φτιάχνουνε κήπους. Αφού το ξερίζωσαν έβαλαν τις μικρές του ρίζες
σε μία σακούλα μαζί με ένα μεγάλο σβώλο από χώμα. Το δεντράκι ταξίδεψε για
μέρες κι έφτασε με τα πολλά στον προορισμό του. Ένα φτωχικό χωριό στην Αφρική. Ένα
μικρό αγοράκι ο Adero
το πήρε και το φύτεψε στην έρημο δίπλα στο χωριό του. Ο ήλιος φλόγιζε τον τόπο
με την καυτή του ανάσα και το νερό ήταν λιγοστό. Κάθε μέρα ο Adero πήγαινε με ένα μικρό ποτιστήρι και
του έριχνε νερό. Ύστερα καθότανε δίπλα και του έπιανε την κουβέντα. Του έλεγε
πώς περνούσε όλη τη μέρα από το πρωί που σηκωνότανε έως το βράδυ που ξέπνοος
έπεφτε για ύπνο. Και το δεντράκι καθότανε και τον άκουγε με τις ώρες και όταν
αργούσε να’ ρθει τέντωνε το λαιμό του, ώσπου να τον δει να’ ρχεται από μακριά.
Και μ’ αυτό το λιγοστό νεράκι από το ποτιστήρι το δεντράκι πήρε σιγά σιγά τα
πάνω του, ο κορμός του χόντρυνε, τα κλαδιά του έγιναν μπράτσα και ένα πρωινό
έσκασε ένα μικρό κλαδί πετάχτηκε ένα πανέμορφο πορτοκαλί λουλουδάκι. Η χαρά
του Adero ήταν μεγάλη
σαν το είδε.
Την άλλη μέρα,
δυο συννεφάκια ξέκοψαν από το υπόλοιπο μπαμπακένιο κοπάδι και πέρασαν πάνω από
το μικρό χωριουδάκι. Α! κοίτα λέει το ένα στο άλλο, ένα δέντρο ολομόναχο μέσα
στην έρημο. Για κοίτα το καλά, λέει το άλλο, δε μοιάζει μ’ αυτά τα υπέροχα
δέντρα που είναι στους κήπους του βασιλιά; Ολόιδιο είναι. Και, κοίτα, κάνει
αυτά τα υπέροχα πορτοκαλί ανθάκια. Διψά όμως ως φαίνεται γιατί έβγαλε μόνο ένα
λουλούδι. Τι λες, του ρίχνουμε το νερό που κουβαλάμε να πάρει τα πάνω του; Και με μιας άδειασαν όλο τους το
νερό στην περιοχή. Στο χωριό είχανε πολύ καιρό να δούνε τόση βροχή να πέφτει.
Κι οι στάλες τρύπωσαν στη γη, μαλάκωσαν
κι αφράτεψαν το χώμα και το δεντράκι χόρτασε νερό. Αλλά και άλλα σύννεφα
που πέρασαν από κει, είδαν ότι η περιοχή άρχισε να πρασινίζει κι άδειασαν κι
αυτά το νερό τους. Το βράδυ σηκώθηκε αέρας, το δεντράκι αναρίγησε και σκόρπισε
τους σπόρους του ένα γύρω στη βρεγμένη γη. Εκείνη τους αγκάλιασε με αγάπη, τους
ζέστανε σα μάνα στα σπλάχνα της και με τον καιρό ξεπετάχτηκαν ένα σωρό μικρά δεντράκια
στην περιοχή.
Δίπλα σε ένα
φτωχό χωριό, κάπου στην Αφρική, καταμεσής στην έρημο, υπάρχει μια όαση. Προσφέρει δροσιά και νερό στους πλάνητες,
στους οδοιπόρους, στους στρατοκόπους, στα καραβάνια που περνούν από κει. Κάθε
μέρα, παιδιά, μαύρα παιδιά, παίζουνε με τις ώρες, τσαλαβουτάνε στα γάργαρα
νερά, σκαρφαλώνουνε στα δέντρα και ρουφάνε το άρωμα από κάτι πορτοκαλί ανθάκια
που παρόμοια μόνο σε βασιλικούς κήπους μπορείς να τα δεις.
ADERO
(Αυτός που δημιουργεί τη ζωή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου