Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Τζόι

Είχε άσπρο και μαύρο χρώμα. Το συνηθισμένο χρώμα βέβαια αυτής της ράτσας είναι το μελί. Άσπρη κορδέλα γύρω απ’ το λαιμό, άσπρο μπροστά σα να φοράει σαλιάρα, άσπρα …καλτσάκια και άσπρο τέλος το τελευταίο κομμάτι της ουράς. Όλο το άλλο μελί. Αυτός όμως ήταν ασπρόμαυρος. Μετά την επιτυχία που είχε η Λάση στον κινηματογράφο και την τηλεόραση πολλοί έσπευσαν να αποκτήσουν τέτοια σκυλιά. Και τόσο πολύ γνωστά είχαν γίνει, που στο τέλος το όνομα της τηλεοπτικής ντίβας είχε αντικαταστήσει αυτό της ράτσας.
Αυτό το φίλο μας τον έλεγαν Τζόι. Ερχότανε μαζί με το αφεντικό του τον κυρ Σωτήρη στο αντικρινό σπιτάκι της ρεματιάς. Ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού, αφού το παράτησε κι έγινε ερείπιο, αποφάσισε στο τέλος να το μερεμετίσει. Έβαλε λοιπόν τον κυρ Σωτήρη να διορθώσει τα… αδιόρθωτα. Ερχότανε κάθε μέρα με ένα φορτηγάκι με μαδέρια, σανίδες, εργαλεία, υλικά και το σκύλο στην καρότσα. Αυτός αφού κατέβαινε από το φορτηγάκι, καθότανε λίγο κοντά στο αφεντικό του να δείξει χαρακτήρα κι ύστερα άρχιζε τις βόλτες. Την ώρα του φαγητού όμως γύριζε πάντα.

Στην αρχή τον χαϊδολόγαγα γιατί είχα κι είχα κι εγώ τέτοια σκυλιά, τρία παρακαλώ. Ύστερα …χάλασαν λίγο οι σχέσεις μας. Η μία σκύλα μου είχε ορέξεις και μαζί με τις διάφορες μυρουδιές του χωριού ταξίδευε και η δική της. Μόλις τη μυρίστηκε ο γαμπρός άρχισε να τη γυροφέρνει όπως ο γάτος το ψάρι. Έκανε κυκλωτικές κινήσεις, έτσι για να της πάρει τον αέρα. Ύστερα πλησίαζε και τις έδινε από καμιά κουτουλιά. Ο δικός μου ο αρσενικός χάλαγε τον κόσμο γιατί απειλούνταν βλέπεις το μονοπώλιό του, αλλά έτσι δεμένος που ήταν δε μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα. Με τα πολλά κατέβηκα κάτω και τον μάλωσα. Σαν άντρας τον καταλάβαινα, σαν ιδιοκτήτης σκύλου όχι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που η Σίντυ ήτανε πάλι λεχώνα.
Από την άλλη μέρα έλαβα τα μέτρα μου. Τη νύφη την έβαλα στο γειτονικό κήπο που ήτανε μαντρωμένος και επέστησα  την προσοχή του κυρ-Σωτήρη να μαζέψει το γαμπρό για να μη μου κάνει καμιά λαχτάρα.  Μετά δυο μέρες όμως συνέβη το μοιραίο. Βλέπω από το μπαλκόνι μου το ζεύγος κολλημένο. Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως μπήκε μέσα στη μάντρα, αλλά φαίνεται ότι ο έρωτας και στα σκυλιά ακόμη κάνει τους άντρες πιο θαρραλέους. Αφού έγινε το κακό, άφησα και το δικό μου, που έως τότε κρατούσε το φανάρι, να πάρει κι αυτός ..το μεζέ του. Αποτέλεσμα. Μετά από δύο μήνες η Σίντυ γέννησε οκτώ ασπρόμαυρα κουταβάκια και τέσσερα μελί με άσπρο. Ο Τζόι είχε κάνει το θαύμα του και απεδείχθη ιδιαίτερα καρπερός.
Το βράδυ εγώ και η γυναίκα μου, που είχε εξελιχθεί σε μαία για σκυλιά, ξενυχτούσαμε βάζοντάς τα με τη σειρά να φάνε. Όσα φούσκωνε η κοιλιά τους σα σαμπρέλα ποδηλάτου, σημάδι πως ήταν φαγωμένα μέχρι σκασμού, τα παίρναμε και τα βάζαμε σε μια κούτα για να φάνε και τα πιο αδύναμα. Αυτά ψαχουλεύανε λιγάκι και μετά το ρίχνανε στο φαί. Τα άλλα το ρίχνανε στον ύπνο σχηματίζοντας μια μάλλινη μπάλα το’ να πάνω στ’ άλλο.
Λυπήθηκα πολύ σαν έμαθα αργότερα πως ψόφησε ο Τζόι. Κι η σκύλα μου προφανώς, αν καταλάβαινε, θα λυπόταν γιατί ήταν σπουδαίο αγόρι. Ο Μπάρνυ πάλι καθόλου, γιατί ησύχασε το κεφάλι του από έναν απ’ όλους τους επίδοξους μνηστήρες που φέρνει στο χωριό μας, η ρίγανη, το φλισκούνι και ο αταβισμός του φύλου.


Σ.Π.Παπασηφάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου