Έχω σκυλιά
περίπου τριάντα χρόνια. Ξεκίνησα με κόλεϊ. Τη λάτρεψα αυτή τη ράτσα. Για αρκετό
διάστημα είχα τρία. Δύο θηλυκά και ένα αρσενικό. Σήμερα έχω τρία από τα οποία
μόνο το ένα αγοράσαμε. Το πομεράνιαν. Από τα υπόλοιπα το ένα, το γκριφόν, το
μαζέψαμε όταν το παράτησε κάποιος ασυνείδητος στη Μακρυμάλλη και το άλλο, ένα
σπιτζ το πήραμε από μία κυρία που έμεινε χήρα
και ξεφορτώθηκε ότι άλλο ζωντανό είχε μείνει στο σπίτι και τη βάραινε.
Το γκριφόν έβγαλε μια μέρα τη μουσούδα του από το διπλανό οικόπεδο. Μόλις του
είπε η Αλέκα: «Βρε, τι κάνεις εσύ εδώ»; πήδησε κατευθείαν κάτω και ήρθε. Από το
ίδιο βράδυ κοιμότανε στο χαλάκι έξω από την πόρτα και η γυναίκα μου, που μπορεί
πιο εύκολα να σουτάρει εμένα παρά ένα σκυλί, όπως
ήταν φυσικό, για εκείνη, το
κράτησε. Τα σκυλιά τα έχω για την αγάπη τους. Για τίποτε άλλο. Εισπράττεις, για
ότι τους προσφέρεις, πέντε φορές
περισσότερη αγάπη από ότι θα εισέπραττες
από ένα άνθρωπο. Α! Τα έχω και για το περπάτημα. Για να αναγκάζομαι ένα
παραπάνω να περπατάω γιατί αλλιώς, με τη δουλειά που κάνω, θα γίνω πιο
«χοντροπατάτας» απ’ ότι είμαι τώρα.
Αφορμή γι’
αυτό το άρθρο μου έδωσε ένα κείμενο που διάβασα από μία φιλοζωική στο
διαδίκτυο. Στα Χανιά ζούσε μία οικογένεια. Για δέκα χρόνια είχαν μία σκυλίτσα
μέσα στο σπίτι. Όταν ο πατέρας, αξιωματικός!!! του ναυτικού, βγήκε στη σύνταξη ξαναγύρισε οικογενειακώς
στη γενέτειρά του στο Βόλο. Έφυγαν όλοι αλλά θεώρησαν καλώς να αφήσουνε με
ελαφριά καρδιά τη
σκυλίτσα τους πίσω. Κι αυτή κοιμάται έκτοτε στο χαλάκι της
πόρτας περιμένοντας να έρθουν τα αφεντικά της και να τη βάλουνε μέσα.
Όταν
επικοινώνησαν από τη φιλοζωική με το αφεντικό του σκυλιού, παρουσία του
ιδιοκτήτη του σπιτιού, το κινητό σε ανοικτή ακρόαση, άκουσαν με έκπληξη το
αφεντικό του σκύλου, αφού πρώτα τα έβαλε
με τον ιδιοκτήτη που έδωσε το νούμερο του τηλεφώνου, να λέει: «έλα μωρέ γέρικο
είναι ρίξτε του μία φόλα».
Νιώθω ντροπή, αηδία
και αποτροπιασμό γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Εύχομαι μέσα απ’ την καρδιά μου να
συγκινηθεί ο εισαγγελέας και να του ρίξει για χριστουγεννιάτικο δώρο ένα γερό
πρόστιμο. Ξέρω ότι σε τέτοιου είδους ανθρώπους αυτό είναι που τους τσούζει.
Αυτό και τίποτε άλλο. Κάθε επιτιμιτικός λόγος θα έπεφτε στο χώμα.
Θα μου πεις,
εδώ υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο. Το ξέρω μα δε μπορώ να ξεχάσω
τα μάτια τους, όταν τους μιλώ και με παίρνουνε για λίγο στο κατόπι, με
καρδιά φουσκωμένη από ελπίδα, ώσπου να
με αφήσουνε για να πάρουνε ξανά το δρόμο τους. Χωρίς ελπίδα.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου