Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Στο Πέραμα


Στο Πέραμα
Κοπίασα πολύ για να βρω εκείνο το σπίτι στα ……, τόσο που αισθανόμουνα τα πόδια μου να φλογίζονται από το πολύ πήγαινε έλα.
Πρώτο-πρώτο βράδυ, αρκετά κουρασμένος, σώριασα το σώμα μου πάνω στο κρεβάτι κι είπα να κοιμηθώ. 'Έκλεισα τα μάτια, έφερα μπροστά μου μια κοπέλα που μόλις είχα γνωρίσει, κι αφέθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα..... Αμ δε! 'Ήχος καμπάνας ακούστηκε. Φωτιά θά`πιασε σκέφτηκα, σε λίγο δευτέρωσε, τρίτωσε... Απόβαλα κάθε ιδέα ύπνου, βλαστήμησα την τύχη μου, ανακλαδώθηκα στο κρεβάτι και περίμενα. Αφού είδα κι απόειδα, σηκώθηκα, φόρεσα το σακάκι και βγήκα στο μπαλκόνι. Από κει είδα τον αίτιο των δεινών μου: ήτανε ένας γέρος ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα, τα γένια του ήταν αξύριστα και τα μαλλιά του αχτένιστα. Φορούσε ένα μπλε πουκάμισο,(όποιος τον έχει δει με άλλο πουκάμισο κερδίζει χρυσούν ωρολόγιον) και ένα σκουρόχρωμο τριμμένο παντελόνι με το ρεβέρ ξαπλωμένο απάνω στα παπούτσια. Κρατούσε το σκοινί της καμπάνας και σε τακτά χρονικά διαστήματα ανάγκαζε το γλωσσίδι να πηγαινοέρχεται, ειδοποιώντας τους κοιμώμενους συμπολίτες του, ότι κάποιος συμπολίτης τους εκοιμήθη δια παντός.
Την άλλη φορά που ξανάγινε το κακό, το αντιμετώπισα με περισσότερη ηρεμία, έβγαλα μάλιστα -σαν ήρθε η ώρα της κηδείας- και την καρέκλα μου στο μπαλκόνι και παρακολουθούσα τους συγγενείς που έκλαιγαν, ενώ ο αποδημήσας τους κοίταζε ατάραχος και αδιαμαρτύρητος. Ο φίλος μας συνέχισε να καταδυναστεύει την καμπάνα με το `να χέρι, ενώ με τ` άλλο κάπνιζε το άφιλτρο μέχρι που η καύτρα του’καιγε τα δάχτυλα. Σαν τελείωσε η κηδεία, κάποιος μαυροφορεμένος τον πλησίασε, του βαλε στο χέρι κάτι και του ριξε δυο μπατσάκια μαλακά στην πλάτη. Αυτός έχωσε στην τσέπη το χαρτονόμισμα, αφού του`ριξε μια κλεφτή ματιά να δει τι ήτανε και πήγε γραμμή στο μπακαλικάκι της γωνίας να το ....εξαργυρώσει. Εκεί, στον 'Αγιο Νικόλαο, πίσω από το περίπτερο ήτανε το μπακάλικο, το` χε ένας γεράκος και σε κάποια γωνία είχε ένα τραπεζάκι όπου τα βραδάκια κουτσόπιναν τη ρετσίνα τους τα γεροντάκια.
Αργότερα, σαν έφυγα απ` αυτό το σπίτι, δεν μπορούσα να τον παρατηρώ πια, μόνο κάπου-κάπου τον έβλεπα και τον βλέπω ακόμα και σήμερα, να πηγαινοέρχεται σούρνωντας τα πόδια του στο δρόμο ή να λαγοκοιμάται αραγμένος σε μια πολυθρόνα στο βενζινάδικο ή να πίνει τον καφέ του στου Βαλαή.

..........είναι κάτι πλοία αραγμένα στο Πέραμα, δεν ταξιδεύουνε, δε μπαίνουν σε λιμάνια, φωνές δεν ακούγονται στους σταθμούς συγκεντρώσεως, μόνο κάποιος γέρος φύλακας σούρνει τα βήματά του βαριοπατώντας μ` ένα κλεφτοφάναρο, ψάχνοντας να βρει που πήγανε τα ρημαγμένα του χρόνια...

Σ.Π.Παπασηφάκης

Σ.Π.Παπασηφάκης. Χάζευα κηδείες από το μπαλκόνι μου. Περιοδικό BHMagazino 20 Ιουλίου 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου