Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Αναζητήσατε την γυναίκα

Αναζητήσατε την γυναίκα

Το επιλοχάδικο ήταν στη μέση. Δίπλα του ήταν το γραφείο του σιτιστή, του υπεύθυνου των ωνίων. Από κάτω, με είσοδο απ’ έξω, ήταν η αποθήκη του λόχου.  Όταν έβγαινες έξω, κατέβαινες πέντε έξι σκαλιά και βρισκόσουν σε ένα μεγάλο πλάτωμα, όπου γινόταν η αναφορά του λόχου κάθε πρωί, η αναφορά του τάγματος κάθε Παρασκευή και ποδοσφαιρικοί αγώνες το Σαββατοκύριακο.
Αριστερά και δεξιά ήταν οι δύο θάλαμοι του λόχου διοίκησης. Το Χάρβαντ και το Χάρλεμ που λέγαμε. Στον πρώτο στρατωνίζονταν οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, οι διαβιβαστές και οι αποθηκάριοι του λόχου, γραμματιζούμενοι ως επί το πλείστον και στον άλλο οι οδηγοί και οι μηχανικοί των αυτοκινήτων. Σ’ αυτό το θάλαμο για να μπεις κάποιες φορές έπρεπε να πιάνεις τη μύτη σου και να κάνεις πρόσθετα εμβόλια. Μερικοί είχανε μαλώσει με το νερό και το σαπούνι. Οι στρατιώτες από τον πρώτο θάλαμο περιφέρονταν μέσα στο στρατόπεδο και ήταν εύκολο να τους βρεις και να τους στρώσεις στις αγγαρείες. Οι άλλοι όμως βολόδερναν στην ομάδα, ένα κτήριο που ήταν λίγο πιο μακριά από το τάγμα, με μεγάλη αυλή για το συνεργείο και τα αυτοκίνητα. Το απόγευμα χώνονταν σε κάτι ποντικότρυπες και έκαναν κανένα «τσιγαράκι». Πιο εύκολο ήταν να βρεις πενηντάρικο στο δρόμο, παρά στρατιώτη από την ομάδα και να τον χώσεις σε αγγαρεία. Είχαν αναγάγει σε τέχνη την εξαφάνισή τους.
Τα πράγματα όμως στο λόχο δεν πήγαιναν καλά, σύμφωνα με τη διοίκηση και αποφάσισαν να αλλάξουν τον υπολοχαγό που ήταν υπεύθυνος του λόχου. Έφεραν λοιπόν ένα νεαρό τριάστερο λοχαγό από τη σχολή, μόλις τριάντα ενός χρόνων. Ψηλός, σαραντάπηχος, αδύνατος, μ’ ένα τσιγκελωτό μουστάκι κρεοπώλη ή έστω λαχαναγορίτη. Όταν τον έβλεπες σου προκαλούσε δέος. Επιμελής, φουριόζος και αγριωπός βάλθηκε να καταπλήξει. Όρμησε ως ταύρος σε υαλοπωλείο με πρόθεση να στρώσει τα ρεμάλια το συντομότερο δυνατόν. Οι «καμπάνες» ηχούσαν κάθε μέρα. Οι φυλακές και οι κρατήσεις πηγαίνανε σύννεφο. Εμένα μου φώναζε κάθε τόσο γιατί, ως επιλοχίας, δεν έβγαζα κανένα στην αναφορά. Φώναζε αλλά από το ένα αυτί μπαίνανε κι από το άλλο βγαίνανε. Η αλήθεια είναι ότι δέκα μήνες επιλοχίας στην Κω και δύο στο Χαϊδάρι, μόνο μία φορά έβγαλα κάποιον στρατιώτη στην αναφορά κι αυτή επί των ημερών του συγκεκριμένου λοχαγού. Μου είπε ο στρατιώτης ότι κάνω νοθείες στην υπηρεσία και ότι τον αδικώ στις εξόδους, πράγμα που οπωσδήποτε δεν συνέβαινε, έτσι κι εγώ τον έβγαλα στη σέντρα να μας εξηγήσει τι εννοεί. Ο λοχαγός, αφού τον αποκάλεσε μαλάκα, λέξη συνηθισμένη στο λεξιλόγιό του, κατέβηκε τρία σκαλιά, πράγμα που μας έδωσε την εντύπωση ότι κατεβαίνει να τον πλακώσει. Του εξήγησε, απευθυνόμενος σε όλους, ότι εδώ και καιρό με ψέγει γιατί δεν βγάζω κανέναν στην αναφορά και αφού του έριξε πέντε μέρες κράτηση, τον αποκάλεσε άλλη μια φορά μαλάκα.
Έτσι τράβαγε η δουλειά, ώσπου ήρθε η γιορτή του. Δε θυμάμαι το μικρό του όνομα τώρα πια, γιατί είχε επικρατήσει το επώνυμο. Σε πολλούς ανθρώπους, όταν το επώνυμό τους είναι μικρό, εύηχο ή θυμίζει κάτι έντονα επικρατεί με τον καιρό και παραμερίζει το βαφτιστικό. Όταν λοιπόν ήρθε η γιορτή του, πέρασα από τους θαλάμους και τους έπεισα να βάλουνε το χέρι στην τσέπη και να του στείλουμε λουλούδια στο σπίτι. Λουλούδια στο σπίτι συνοδευόμενα από ένα μπιλιετάκι που έλεγε: «Οι υπαξιωματικοί και οι οπλίτες του λόχου σας σας εύχονται Χρόνια Πολλά!» Την άλλη μέρα ήρθε μπουρινιασμένος. Ευχαριστώ πολύ τους υπαξιωματικούς και τους οπλίτες του λόχου μας, δεν ξέρεις όμως τι μου έκανες ρε μαλάκα, μου είπε υποψιασμένος. Τελικά εκτός του ότι χρησιμοποιούσε το μαλάκα ως προσφώνηση, το χρησιμοποιούσε και ως κατακλείδα. Η γυναίκα μου, συνέχισε, δε με άφησε να κλείσω μάτι όλο το βράδυ. Βλέπεις, μου είπε, τι καλά παιδιά είναι κι εσύ όλο γκαρίζεις και τους τιμωρείς.
Από εκείνη τη μέρα άλλαξε άρδην η κατάσταση στο λόχο. Δεν ξέρω αν φοβήθηκε μήπως πληρώσει τη …νύχτα τις υπερβολές που έκανε τη μέρα ή αν απλώς ανανιώθηκε ότι έπρεπε να μαζευτεί και να γίνει πιο ανθρώπινος. Πάντως μετρίασε πολύ τις τιμωρίες και τα μαλακοφορτώματα. Όταν μάλιστα μπαίναμε στο γραφείο είχαμε δεύτερο ημίχρονο. Περίοδος των εκπτώσεων. Κύριε λοχαγέ, του έλεγα, στον τάδε του βάλατε πέντε μέρες φυλακή, τι να γράψουμε; Αφού με αγριοκοίταζε, μου έλεγε συνήθως, γράψε πέντε μέρες κράτηση. Έτσι λοιπόν, μία μείωση έξω και μία μέσα έφερναν τα πράματα ίσα βάρκα ίσα νερά. Οι στρατιώτες βρήκαν την ησυχία τους και άναψαν από ένα κερί -οι οδηγοί και οι μηχανικοί από δύο- στη γυναίκα του λοχαγού κι ας μην την ήξεραν.
 
Τελικά έχουνε δίκιο οι Γάλλοι, που λένε  το  cherchez la femme[i], αναζητήσατε την γυναίκα, αν και μάλλον είχαν ως εφαλτήριο τις οδύνες που ενίοτε μας προκαλεί, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι εκείνη που νοστιμίζει τη ζωή μας, βάζοντας το αλατοπίπερο που χρειάζεται. Και πάντα τα καταφέρνει, είτε είναι παρούσα είτε απούσα, να περνά a priori μέσα στη σκέψη και στις πράξεις μας τη γνώμη και την ευαισθησία της.
 
Σ.Π.Παπασηφάκης


[i] Η έκφραση προέρχεται από το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά  «Οι Μοϊκανοί των Παρισίων» του 1854. Η πρώτη εμφάνισή της στο μυθιστόρημα είναι η εξής: «Cherchez la femme, pardieu ! cherchez la femme!» (Ψάξε για τη γυναίκα, μα τον Θεό! Ψάξε για τη γυναίκα!) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου