Αργυρώ
Ήτανε μία από τις μικρές αδελφές. Η προτελευταία στη σειρά. Είχανε χάσει νωρίς τη μάνα τους και όλες, μαζί με το μοναδικό αδελφό, τις είχε μεγαλώσει η …μεγάλη. Όταν απογαλακτίσανε πήρε κάθε μία το δρόμο της. Αυτή, η Αργυρώ, πήγε μικρή μικρή υπηρέτρια. Εκεί στην Πολυκλείτου, ένα δρόμο κάθετο στην Αθηνάς. Στο σπίτι, ένα μεγάλο σπίτι, έμεναν μόνο η μάνα και ο γιος. Δούλευαν και οι δύο μέχρι αργά το απόγευμα. Η κυρία Ευαγγελία, μία κυρία της παλιάς Αθήνας και ο γιος της που τον έλεγαν Μιχαλάκη, ενώ είχε σαρανταρίσει. Είχε σαρανταρίσει αλλά δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μάνας του. Εξ ου και το Μιχαλάκης.
Η μεγάλη αδελφή, είχε τρεις γιους και επειδή ήταν τα πρώτα ανίψια, όλες οι αδελφές τα αγαπούσαν ιδιαιτέρως. Η Αργυρώ είχε αδυναμία στο μικρότερο. Τον τελευταίο και φαρμακερό. Μια φορά λοιπόν, όταν η μεγάλη, η μοδίστρα, πνιγόταν στη δουλειά παρέλαβε η Αργυρώ το μικρό να τον φιλοξενήσει. Το βασίλειό της, όπως για όλες τις υπηρέτριες, ήτανε η κουζίνα. Είχε και το δωμάτιό της στο οποίο έμενε και ο μικρός. Κατά τη διάρκεια της ημέρας βολόδερνε σ’ όλο το σπίτι δίχως να γνοιάζεται για τίποτα. Το απόγευμα όμως, παρά το ότι τα αφεντικά γνώριζαν ότι φιλοξενείται στο σπίτι, η Αργυρώ τον έκρυβε, για να μη βρίσκεται στο οπτικό τους πεδίο, δεν τους άρεσε βλέπεις να υπεισέρχεται καμία αλλαγή στην καθημερινότητά τους. Κι αυτός το καταλάβαινε και δεν ανέπνεε.
Η Αργυρώ είχε αρραβωνιαστεί με ένα νεαρό, ο οποίος την αγαπούσε πολύ, αλλά κι αυτή, από τα μάτια του έβλεπε. Αργότερα παντρεύτηκαν, έφτιαξαν ένα σπίτι στα Σούρμενα, όπου ο μικρός πήγαινε πλέον δίχως το φόβο των Ιουδαίων. Ερχόταν λοιπόν και την έπαιρνε δύο φορές την εβδομάδα το βραδάκι και πηγαίνανε καμιά βόλτα. Αυτή ήταν η μοναδική της διασκέδαση. Το σπίτι είχε έξω από την κουζίνα μία στρογγυλή σκάλα απ’ όπου ανεβοκατέβαιναν, απ’ όλα τα διαμερίσματα των ορόφων οι υπηρέτριες. Στα καλά τα σπίτια, δεν επιτρεπόταν εκείνο τον καιρό, να χρησιμοποιούν οι υπηρέτριες την ίδια σκάλα με τις κυρίες.
Σε μια βραδινή βόλτα , σέρνοντας και το μικρό μαζί, βρήκαν κάτω στο δρόμο μία πεταμένη μικρή καραμπίνα. Καραμπίνα σωστή με το ξύλινο κοντάκι της και τη σιδερένια κάνη. Του μικρού γυαλίσανε τα μάτια του. Δεν είχε ξαναπιάσει έως τότε παιχνίδι στα χέρια του, εκτός από ένα φορτηγό που του είχε πάρει ο πατέρας του, το είχε δέσει με ένα σπάγκο και το έσερνε, ώσπου πίσω πίσω όπως πήγαινε, έκατσε με τον κώλο μες στο μαγκάλι. Ο θείος Μπάμπης του υποσχέθηκε λοιπόν, ότι θα την επισκευάσει και θα του τη φέρει. Ήθελε επισκευή βλέπετε, γιατί το άγκιστρο που την κρατούσε κλειστή είχε σπάσει.
Με λίγα λόγια αυτή η καραμπίνα δεν ξεκολλούσε από τα χέρια του. Εξολόθρευσε μ’ αυτήν ολόκληρες φυλές ινδιάνων. Είχε δει μία ταινία όπου το παλικάρι, ένας καουμπόης, σκότωνε αράδα τους κακούς ινδιάνους. Αργότερα έμαθε ότι οι κακοί λευκοί, ήταν εκείνοι που έσπρωχναν λίγο λίγο τους ινδιάνους από τις περιοχές και τα κυνήγια τους, ώσπου τους κατάντησαν ζητιάνους. Ακόμη και τώρα που έχει γίνει γέρος, λάμπει πότε πότε αυτή η καραμπίνα στα όνειρά του.
Η θεία Αργυρώ παντρεύτηκε το θείο Μπάμπη. Αγόρασαν ένα οικόπεδο στα Σούρμενα, τότε που εκεί ήταν όλο χωράφια και έφτιαξαν το σπιτικό τους. Ήταν τόσο αγαπημένο ζευγάρι, που θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για το πώς πρέπει να είναι τα αγαπημένα ζευγάρια. Ο άντρας της ήταν οικοδόμος. Σαν ζύγωνε η ώρα να σχολάσει, να γυρίσει στο σπίτι, η Αργυρώ έβγαινε και τον περίμενε στο δρόμο, με τα χέρια στη μέση, σα στάμνα και κάθε τόσο έβαζε αντήλιο την απαλάμη να δώσει μάκρος στη θωριά της.
Όποτε πήγαινε ο μικρός, αρκετά μεγαλύτερος τώρα, ο μόνος που την καταδέχεται όπως έλεγε, έβαζε τα δυνατά της να τον περιποιηθεί. Πέρα από τα φιλιά και τα χαϊδολογήματα, του έκανε κι άλλο γλυκό κάθε μέρα.
Η θεία Αργυρώ
έφυγε λίγο μετά τα σαράντα της, από το στήθος, όσων χρόνων περίπου έφυγε και η
κόρη της, η Ελενίτσα, από την ίδια αιτία. Η κηδεία της, έγινε αξέχαστα στο μεγάλο
σεισμό το ογδόντα ένα. Όλες οι κλαίουσες, ποδοπατήθηκαν στην πόρτα μέχρι να
βγουν έξω, αφήνοντας τη νεκρή μοναχή μέσα, αφού δεν είχε πια τίποτα να φοβάται.
Τα χρόνια έρχονται και φεύγουν σαν τα σύννεφα που αλαργεύουν. Οι μνήμες χάνονται, θαμπώνουν, όχι όμως όλες, κάποιες από αυτές, δείχνουν μία ανεξήγητη επιμονή, επανέρχονται σαν τις εποχές, που φεύγουνε σίγουρες ότι θα ξανάρθουν. Κι αυτή, η καραμπίνα, στίλβουσα, γυαλίζει ακόμη. Κι όταν τις αποκριές, ερχότανε στο σχολείο τα παιδιά ντυμένα καουμπόηδες, έπιανε ο δάσκαλος τάχα για να δει τις καραμπίνες που κρατούσαν και τις έσφιγγε στα δυο του χέρια, κάτι από τ’ όνειρο ακόμη να κρατήσει.
Ήτανε μία από τις μικρές αδελφές. Η προτελευταία στη σειρά. Είχανε χάσει νωρίς τη μάνα τους και όλες, μαζί με το μοναδικό αδελφό, τις είχε μεγαλώσει η …μεγάλη. Όταν απογαλακτίσανε πήρε κάθε μία το δρόμο της. Αυτή, η Αργυρώ, πήγε μικρή μικρή υπηρέτρια. Εκεί στην Πολυκλείτου, ένα δρόμο κάθετο στην Αθηνάς. Στο σπίτι, ένα μεγάλο σπίτι, έμεναν μόνο η μάνα και ο γιος. Δούλευαν και οι δύο μέχρι αργά το απόγευμα. Η κυρία Ευαγγελία, μία κυρία της παλιάς Αθήνας και ο γιος της που τον έλεγαν Μιχαλάκη, ενώ είχε σαρανταρίσει. Είχε σαρανταρίσει αλλά δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα φουστάνια της μάνας του. Εξ ου και το Μιχαλάκης.
Η μεγάλη αδελφή, είχε τρεις γιους και επειδή ήταν τα πρώτα ανίψια, όλες οι αδελφές τα αγαπούσαν ιδιαιτέρως. Η Αργυρώ είχε αδυναμία στο μικρότερο. Τον τελευταίο και φαρμακερό. Μια φορά λοιπόν, όταν η μεγάλη, η μοδίστρα, πνιγόταν στη δουλειά παρέλαβε η Αργυρώ το μικρό να τον φιλοξενήσει. Το βασίλειό της, όπως για όλες τις υπηρέτριες, ήτανε η κουζίνα. Είχε και το δωμάτιό της στο οποίο έμενε και ο μικρός. Κατά τη διάρκεια της ημέρας βολόδερνε σ’ όλο το σπίτι δίχως να γνοιάζεται για τίποτα. Το απόγευμα όμως, παρά το ότι τα αφεντικά γνώριζαν ότι φιλοξενείται στο σπίτι, η Αργυρώ τον έκρυβε, για να μη βρίσκεται στο οπτικό τους πεδίο, δεν τους άρεσε βλέπεις να υπεισέρχεται καμία αλλαγή στην καθημερινότητά τους. Κι αυτός το καταλάβαινε και δεν ανέπνεε.
Η Αργυρώ είχε αρραβωνιαστεί με ένα νεαρό, ο οποίος την αγαπούσε πολύ, αλλά κι αυτή, από τα μάτια του έβλεπε. Αργότερα παντρεύτηκαν, έφτιαξαν ένα σπίτι στα Σούρμενα, όπου ο μικρός πήγαινε πλέον δίχως το φόβο των Ιουδαίων. Ερχόταν λοιπόν και την έπαιρνε δύο φορές την εβδομάδα το βραδάκι και πηγαίνανε καμιά βόλτα. Αυτή ήταν η μοναδική της διασκέδαση. Το σπίτι είχε έξω από την κουζίνα μία στρογγυλή σκάλα απ’ όπου ανεβοκατέβαιναν, απ’ όλα τα διαμερίσματα των ορόφων οι υπηρέτριες. Στα καλά τα σπίτια, δεν επιτρεπόταν εκείνο τον καιρό, να χρησιμοποιούν οι υπηρέτριες την ίδια σκάλα με τις κυρίες.
Σε μια βραδινή βόλτα , σέρνοντας και το μικρό μαζί, βρήκαν κάτω στο δρόμο μία πεταμένη μικρή καραμπίνα. Καραμπίνα σωστή με το ξύλινο κοντάκι της και τη σιδερένια κάνη. Του μικρού γυαλίσανε τα μάτια του. Δεν είχε ξαναπιάσει έως τότε παιχνίδι στα χέρια του, εκτός από ένα φορτηγό που του είχε πάρει ο πατέρας του, το είχε δέσει με ένα σπάγκο και το έσερνε, ώσπου πίσω πίσω όπως πήγαινε, έκατσε με τον κώλο μες στο μαγκάλι. Ο θείος Μπάμπης του υποσχέθηκε λοιπόν, ότι θα την επισκευάσει και θα του τη φέρει. Ήθελε επισκευή βλέπετε, γιατί το άγκιστρο που την κρατούσε κλειστή είχε σπάσει.
Με λίγα λόγια αυτή η καραμπίνα δεν ξεκολλούσε από τα χέρια του. Εξολόθρευσε μ’ αυτήν ολόκληρες φυλές ινδιάνων. Είχε δει μία ταινία όπου το παλικάρι, ένας καουμπόης, σκότωνε αράδα τους κακούς ινδιάνους. Αργότερα έμαθε ότι οι κακοί λευκοί, ήταν εκείνοι που έσπρωχναν λίγο λίγο τους ινδιάνους από τις περιοχές και τα κυνήγια τους, ώσπου τους κατάντησαν ζητιάνους. Ακόμη και τώρα που έχει γίνει γέρος, λάμπει πότε πότε αυτή η καραμπίνα στα όνειρά του.
Η θεία Αργυρώ παντρεύτηκε το θείο Μπάμπη. Αγόρασαν ένα οικόπεδο στα Σούρμενα, τότε που εκεί ήταν όλο χωράφια και έφτιαξαν το σπιτικό τους. Ήταν τόσο αγαπημένο ζευγάρι, που θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό για το πώς πρέπει να είναι τα αγαπημένα ζευγάρια. Ο άντρας της ήταν οικοδόμος. Σαν ζύγωνε η ώρα να σχολάσει, να γυρίσει στο σπίτι, η Αργυρώ έβγαινε και τον περίμενε στο δρόμο, με τα χέρια στη μέση, σα στάμνα και κάθε τόσο έβαζε αντήλιο την απαλάμη να δώσει μάκρος στη θωριά της.
Όποτε πήγαινε ο μικρός, αρκετά μεγαλύτερος τώρα, ο μόνος που την καταδέχεται όπως έλεγε, έβαζε τα δυνατά της να τον περιποιηθεί. Πέρα από τα φιλιά και τα χαϊδολογήματα, του έκανε κι άλλο γλυκό κάθε μέρα.
Τα χρόνια έρχονται και φεύγουν σαν τα σύννεφα που αλαργεύουν. Οι μνήμες χάνονται, θαμπώνουν, όχι όμως όλες, κάποιες από αυτές, δείχνουν μία ανεξήγητη επιμονή, επανέρχονται σαν τις εποχές, που φεύγουνε σίγουρες ότι θα ξανάρθουν. Κι αυτή, η καραμπίνα, στίλβουσα, γυαλίζει ακόμη. Κι όταν τις αποκριές, ερχότανε στο σχολείο τα παιδιά ντυμένα καουμπόηδες, έπιανε ο δάσκαλος τάχα για να δει τις καραμπίνες που κρατούσαν και τις έσφιγγε στα δυο του χέρια, κάτι από τ’ όνειρο ακόμη να κρατήσει.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου