Ο Άγιος Δημήτριος του Σέγκιου[i]
Δημήτρη Καμπούρογλου
Δημήτρης
Καμπούρογλου
Ο Δημήτρης
Καμπούρογλου, όπως και ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ασχολήθηκε τόσο με τη
λογοτεχνία,
όσο και με τη μελέτη της ιστορίας και ιδίως των Αθηνών, γι’ αυτό
ονομάσθηκε Αθηναιογράφος. Τα περισσότερα διηγήματά του είναι από την ιστορία
των Αθηνών την εποχή της τουρκοκρατίας.
Γεννήθηκε το 1852 και πέθανε το 1942 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και σε
ηλικία 21 ετών βραβεύθηκε για την ποιητική συλλογή «Η φωνή της καρδιάς μου». Το
1927 εξελέγη ακαδημαϊκός. Εκτός από διηγήματα έγραψε και θεατρικά έργα καθώς
και άλλα δημοσιεύματα. Γνωστά του έργα είναι: «Μικρά διηγήματα», «Η κυρα
Τρισεύγενη και άλλα διηγήματα», «Περασμένα χρόνια» η «Ιστορία των Αθηνών επί
Τουρκοκρατίας» σε τρεις τόμους και άλλα.
Δημήτρη Καμπούρογλου
Ο ΛΟΥΜΠΑΡΔΙΑΡΗΣ
(Το Ελληνικό Διήγημα, από τα
Νεοελληνικά Αναγνώσματα,
Β
Γυμνασίου, 1957)
Α.
Ο ήλιος γέρνει. Ο Γιουσούφ αγάς, άγριος αγάς,
πίνει το σιρόπι του ξαπλωμένος επάνω σε μαλακό και παχύ τάπητα, σ’ ένα
προσηλιακό μέρος, κάτω από τα Προπύλαια της Ακροπόλεως, της οποίας είναι ο
κυρίαρχος Αγάς του κάστρου, σου λέει ο άλλος ! ...
Δίπλα του ένα κομμάτι σπασμένης κολώνας.
Κάποτε ανασηκώνεται ο Αγάς και ακουμπά σ’ αυτό επάνω τη μέση του να ξεμουδιάσει.
Φορεί κατακόκκινα. Πυκνός καπνός βγαίνει από το στόμα του, σωστή καμινάδα.
Καμιά όμως ημέρα δεν ήταν ο Αγάς στις κακές
του, όπως σήμερα. Από το πρωί βρίζει και δέρνει. Άμα δεν έχει τι να χτυπήσει
χτυπά τα χέρια του, τα πόδια του. Όλα του φταίνε, και το χώμα που πατεί, τι χώμα!
Γυρεύει κάποιον να ξεσπάσει επάνω του και ο κάποιος αυτός στο τέλος βρέθηκε,
ήταν ένας φτωχός ξωτάρης, που η κακή του μοίρα τον έσπρωξε και πέρασε κάτω από
το Κάστρο καβάλα στο μουλάρι
του.
Χτύπησε τρεις φορές παλαμάκια και καμιά
δεκαριά Καστριώτες φρουροί πετάχτηκαν πίσω από τα χαλάσματα, σα να ξεφύτρωσαν
από τη γη.
- Πιάστε αυτόν, που περνά από τη μύτη μας
καβάλα! Δέστε τον χειροπόδαρα, φέρτε τον επάνω και ρίχτε τον στη φυλακή, ύστερα
βλέπομε...
-
Ο Αγάς τώρα περπατά
επάνω κάτω, συλλογίζεται, φαίνεται, ποια τιμωρία του χρειάζεται. Έξαφνα
στέκεται, σαν καρφωμένος, σηκώνει το κεφάλι του, τεντώνει τα χέρια του. Οι
πυκνές τρίχες του προσώπου του, που το σκεπάζουν ολόκληρο, ανασηκώνονται σαν
τόσες καρφοβελόνες... Φταρνίζεται και βήχει μαζί, τρέμει ολόκληρος από το θυμό
του. Μπρε σεις, κοιμάστε ;
Δε βλέπετε πόσος
κόσμος πάει τον ανήφορο; Γέροι, γριές, νέοι, νέες, ως και
μωρά ακόμη! Πού πάνε, μπρε
σεις, αυτοί οι ραγιάδες;
σεις, αυτοί οι ραγιάδες;
-
Είμαστε νεοφερμένοι,
Αγά μου. Πάω να ρωτήσω κανένα παλιό, αποκρίθηκε ο πιο κοντινός.
-
Και εδώ είσαι ακόμη;
Να! Και του έδωσε μια ο άγριος αγάς. Ρώτα καλύτερα το φυλακισμένο. Στη στιγμή να γυρίσεις. Σαν αστραπή πήγε και γύρισε.
- Αύριο, Αγά μου,
έχει πανηγύρι ο
Αϊ - Δημήτρης,
αυτή η εκκλησίτσα, που φαίνεται εκεί κάτω, και οι άπιστοι πάνε στον εσπερινό.
- Πανηγύρι
ρωμαίικο! Μπρος στα μάτια μας! Στο τιμημένο Κάστρο μας από κάτω! Ο Αλλάχ να μας φυλάξει! Και γιατί είμαι εγώ εδώ! Ξέρω τι τους χρειάζεται. Πρέπει να λείψει αυτή η ντροπή μια για πάντα... Τα μάτια του πετούν φλόγες, τα δόντια του τρίζουν. Σωστή πυρκαγιά η ψυχή του.
-Φέρτε μου εδώ σούρνοντας τον φυλακισμένο... Όχι, σταθείτε!...
Κάποια μεγάλη ιδέα κατέβασε ο Αγάς. Το πρόσωπο του γλυκαίνει τώρα, όσο μπορεί να γλυκάνει το θηρίο.
Κάποια μεγάλη ιδέα κατέβασε ο Αγάς. Το πρόσωπο του γλυκαίνει τώρα, όσο μπορεί να γλυκάνει το θηρίο.
- Χα!...
Χα!... Φέρτε τον εδώ το ραγιά, με καλό τρόπο. Αν τον πειράξει κανένας, φίδι που τον έφαγε.
Β.
Φέρνουν τον ξωτάρη μισοπεθαμένο από το φόβο
του. Πέφτει στα πόδια του Αγά και ζητεί έλεος.
- Σήκω επάνω,
μη φοβάσαι. Είχα
σκοπό να σε κρεμάσω,
μα μετάνιωσα. Τυχερός άνθρωπος είσαι… Πρόσεξε να κάνεις, ότι θα σε προστάξω, γιατί αλλιώς χάθηκες !
-
Ότι προστάξεις, Αγά μου ! Ότι προστάξεις...
-
Σουτ! πολλά λες! Μόνο
αυτιά να έχεις, στόμα να μην έχεις. Καλό ήταν έτσι κοντά στο Κάστρο μας να μη βρίσκεται εκκλησία, μα μια φορά που βρέθηκε, πρέπει να μένει και να λειτουργιέται. Θα την έκαμαν οι καλοί μας παππούδες στους δικούς σας δώρο... Εγώ, η αλήθεια είναι, πως ορίζω το Κάστρο μου, λύκος που τον έφαγε, όποιος το στραβοκοιτάξει! Μα και αυτή η εκκλησούλα λογαριάζω, πως
βρίσκεται στην εξουσία μου μέσα, αφού είναι κάτω από το στόμα των κανονιών μου. Και ζάρωσε το πρόσωπο του
με νόημα. Κακόμοιροι χριστιανοί!
- Ο Δεσπότης σας δεν ήρθε να με χαιρετήσει ας είναι. Το κατάλαβε φαίνεται, και αυτός, πως δεν ταχτοποιήθηκα ακόμη και δεν έχω όρεξη για λόγια με δίχως νόημα. Πήγαινε μ’ όλον
τούτο -ο αφέντης δεν πρέπει να συνερίζεται τους δούλους του- και χαιρέτησε τον από μέρος μου και πες του πως, αφού έτυχε και με έριξε η κακή μου τύχη στον πετρότοπό του και γίνεται το πρώτο ρωμαίικο πανηγύρι, που βλέπω, εις τα μέρη της εξουσίας μου, έχω μεγάλη επιθυμία να γίνει, όπως πρέπει...
Ο Άγιος σας κάτι θ’ άξιζε, για ν’ αγιάσει. Θα τον τιμήσω λοιπόν!
Πρέπει να γίνει μονοκκλησιά. Όλες οι άλλες εκκλησίες να μη λειτουργήσουν και να
μαζευτούν όλες οι ενορίες με τους ιερείς των εδώ στον Αϊ - Δημήτρη. Πες και
στους άρχοντες και στους προεστούς και σε κάθε νοικοκύρη, που θ’ απάντησεις,
πες από μέρους μου, πως αυτό είναι η θέλησή μου. Όποιος δε θα 'ρθει εμένα θα προσβάλει
έλα τρέχα, φύγε από τα μάτια μου!...
Μα για στάσου! Άκουσε. Αύριο πρωί, που θα
ψάλλουν στην εκκλησία το τροπάρι του Αγίου σας, ν’ ανέβεις σ’ ένα ψήλωμα, κοντά στην εκκλησία και να κουνήσεις
για σημάδι ένα κόκκινο πανί, για να βάλω με φωτιά στην λουμπάρδα - το μεγάλο
πυροβόλο - και στα άλλα κανόνια του Κάστρου, να τιμήσουμε τον - Άγιό σας. Ε, ας
γίνει κι’ αυτό!... Φύγε τώρα, σε βαρέθηκα. Τυχερός άνθρωπος είσαι...
Ο ραγιάς έκαμε μια μετάνοια και άγγιξε η μύτη
του στο χώμα. Ο Αγάς, χωρίς να τον κοιτάξει, γύρισε στους ανθρώπους του και
είπε:
«Τι ωραίος που θα είναι ο τόπος αύριο το πρωί
γύρω στον Αϊ Δημήτρη, γεμάτος κόσμο, που να μην πέφτει χάμω ούτε μήλο!...» Και
κουνώντας το κεφάλι του κοίταζε το ραγιά, που έφευγε τρεχάτος.
- Τον παρασφίξατε τον άνθρωπο αθεόφοβοι, και πηγαίνει τον κατήφορο σαν ξεβιδωμένος. Χα!... χα!... χα!... Ξεφώνησε τρεις φορές, χωρίς να γελάσει το πρόσωπο του.
Γ.
Δεν είναι άλλος Θεός από τον Αλλάχ και ο
Μωάμεθ είναι ο προφήτης αυτού, ακούστηκε από το μιναρέ του Παρθενώνος η φωνή
του μουεζίνη, που καλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν.
Σκοτείνιασε. Ο Αγάς πρόσταξε να φύγουν όλοι και
όλοι έφυγαν. Δύο μονάχα έμειναν και κρυφομιλούν. Ο Αγάς και ο αρχιπυροβολητής
Αχμέτ.
- Κοίταξε, Αχμέτ, να
τα καταφέρεις καλά!
Το στοιχειωμένο μαρμαρόσπιτό μου, και έδειχνε τα Προπύλαια, που η τύχη μ’ έριξε και κάθομαι μέσα, έχει μπαρούτη, όση θέλεις βόμβες έχομε, άλλο τίποτα, λογιών - λογιών δε χρειάζεται δα
και μεγάλη φασαρία! Το μόνο, που φοβούμαι, είναι ο
καιρός, να μη
μας τα χαλάσει...
Ύστερα από καλοκαιρινή λιακάδα, ο ουρανός έγινε πίσσα.
-
Μη λες τον κακό λόγο,
Αγά μου! Όλα θα πάνε καλά, μη σε μέλη...
Ο μουφτής τι γνώμη θα είχε τάχα;
-
Και ποιος τον ρωτά;
Μου κάνει το μεγάλο. Αύριο βλέπομε τίνος το όνομα θα βουίξει στα εφτά βασίλεια. Θα πούμε, πως έγινε λάθος. Εγώ είπα για μπαρούτη μονάχα κατάλαβες; Εγώ πάω τώρα να φάω και να πλαγιάσω, και πριν να χάραξει θα είμαι στο πόδι. Πέτρες, χώμα και άνθρωποι να γίνουν ένα... Ήσαν
τα τελευταία λόγια, που είπε ο Γιουσούφ και έφυγε.
Ο Αχμέτ προσκαλεί τους πυροβολητές. Τα πυροβόλα
των Προπυλαίων ετοιμάζονται, μεταφέρονται ακόμη και τα κανόνια των εορτών από
το μέρος του Ερεχθείου. Στη μέση βάζουν την περίφημη λουμπάρδα για επίδειξη,
όπως είπε ο φρούραρχος.
Γενική κίνηση στο Κάστρο και συζήτηση για την
τιμή, που θα δώσει ο Αγάς στους ραγιάδες. Οι περισσότεροι βρίσκουν σωστή την απόφασή
του.
- Όσο πιο ευχαριστημένοι είναι
οι ραγιάδες, τόσο
πιο πολύ δουλεύουν, πρόσθεσε ο γέρο - μάγειρος του Αγά. Τα τουρκόπουλα είναι καταχαρούμενα. Ο ιμάμης όμως του Μεγάλου τζαμιού του Παρθενώνος και ένας επίσημος διαβατικός Δερβίσης έχουν άλλη γνώμη, αφού όμως δεν έχουν τη δύναμη να
αντιπράξουν στη μεγάλη
τιμή, φεύγουν μουρμουρίζοντας τη γνώμη τους. Το μυστικό
μόνον ο Αχμέτ το γνωρίζει.
Είναι νύχτα βαθειά. Όλοι κοιμούνται. Οι πυροβολητές
έφυγαν και οι τελευταίοι. Νέκρα εις τον βράχο.
Σε λίγο μια σκιά ζυγώνει στα πυροβόλα.
Πηγαινοέρχεται. Φέρνει σφαίρες, τις βάζει στα κανόνια και τις σπρώχνει με το γεμιστήρι
με μεγάλη δύναμη και λίγο κρότο. Γεμίζει και τη λουμπάρδα με την πιο μεγάλη
βόμβα και ξαπλώνεται στα μάρμαρα κουρασμένος. Μια
μεγάλη αστραπή φωτίζει τον κατάμαυρο ουρανό και φανερώνει την άγρια του Αχμέτ όψη,
ενώ μακριά στα προς βορά, επάνω απ’ το φρούριο του Θρασυβούλου, κεραυνός
αυλακώνει το στερέωμα. Ο Αχμέτ φεύγει σε λίγο και αυτός. Η δουλειά του
τελείωσε.
Είναι μεσάνυχτα. Ολίγη ώρα περνά και βροντές
τραντάζουν το έδαφος. Έρχεται σαν ελαφρός πρόσκοπος ένα ψυχρό αεράκι. Και
αρχίζουν ύστερα να πέφτουν χονδρές ψιχάλες. Κοντεύει να ξημερώσει, αλλά το
σκοτάδι είναι ακόμη βαθύ.
Δ.
Ο κακότυχος και απονήρευτος ξωτάρης έχοντας
πάντα δίπλα του και έναν άνθρωπο του Κάστρου, αρματωμένο σαν αστακό, έκαμε, ότι
του είπε ο Αγάς.
Ο φρόνιμος Μητροπολίτης όμως, ο Άνθιμος, αφού
άκουσε και τη γνώμη των Δημογερόντων, ηύρε ένα μεσιανό δρόμο: Να μη γίνει
δηλαδή μονοκκλησιά, αλλά να λειτουργήσουν μόνο όλοι οι Αϊ – Δημήτρηδες, ο
Κατηφόρης, ο Νέος, το Παρεκκλήσι κ.α.
Θαμποφέγγει. Με όλη την κακοκαιρία κάμποσοι
φαίνονται κατά τον ανήφορο, που πηγαίνουν να προσκυνήσουν. Αρχίζουν να
κοκκινίζουν τα κόκκινα σκουφώματα των εργατών και κάπου - κάπου και κανένα
σκιάδι άρχοντα. Δεν είναι όμως οι πανηγυριώτες τόσοι, όσους τους ήθελε ο
Γιουσούφ. Η λειτουργία άρχισε η βροχή πέφτει
με το ασκί.
- Μας
τα χάλασε η βροχή ! ωρύεται ο Αγάς μέσα στο υπνοδωμάτιο
του και στριφογυρίζει σα λιοντάρι στην καλύβα του.
του και στριφογυρίζει σα λιοντάρι στην καλύβα του.
Οι βροντές είναι αδιάκοπες τώρα. Ο Αγάς
ετοιμάζεται να φύγει. Ρίχνει μια γούνα επάνω του, περνά βιαστικός από το άλλο
δωμάτιο, που είναι μαζεμένη όλη του η οικογένεια, χωρίς να βγάλει λέξη, και
ανεβαίνει σε ένα φεγγίτη, που βλέπει κατά τα πυροβόλα.
Το χαλάζι τον χτυπά στο πρόσωπο. Ο άνεμος τον
εκνευρίζει. Είναι να σκάσει.
-
Την πάθαμε, Αγά! Του
φωνάζει από κάτω ο Αχμέτ. Ο καιρός θα σηκώσει κι εμάς και τα κανόνια μας. Λίγοι ραγιάδες πέρασαν. Ο τόπος είναι έρημος. Μόλις που και που φαίνεται από κανένας. Να άλλοι δυο, τρεις ακόμη πηγαίνουν.
-
Τι κάνει αυτός
εκεί;... Α, κουνάει ένα κόκκινο πανί!
Αχ! βογγά ο Αγάς. Ο παπάς βιάζεται, θα ψάλλει τώρα το
τροπάρι του Αγίου. Γι αυτό ο ξωτάρης κουνάει το κόκκινο
πανί, καθώς τον πρόσταξα. Σε λίγο θα τελειώσει η λειτουργία!... Γρήγορα,
λοιπόν, Αχμέτ. Γύρισε όλα τα κανόνια κατά την εκκλησία επάνω και φωτιά! Πέτρα
στην πέτρα να μη μείνει ! Να μη φανεί πια ούτε η θέση, που ήταν η εκκλησία. Σε
θέλω, Αχμέτ, σε θέλω!... Φωτιά!...
Σα δαιμονισμένος ο αρχιπυροβολητής τριγυρίζει
τα πυροβόλα, τα κουνεί δεξιά, αριστερά, σκύβει σηκώνεται ξανασκύβει,
ξανασηκώνεται, ως που τα βάζει στο σημάδι. Δυνατή βροχή έπιασε τώρα. Ο Αχμέτ
ζυγώνει αναμμένο το αλειμματοκέρι πρώτα στην λουμπάρδα...
Την ίδια στιγμή όμως, επάνω από το κεφάλι του,
χύνεται από τον ουρανό φωτιά. Κρότος φοβερός και ξερός, κρότος άγριος... Όλη η
Ακρόπολις σείεται... Κεραυνός πέφτει στα Προπύλαια, επάνω στην πυριτιδαποθήκη.
Καταστροφή και θάνατος!
Αν είναι ο Αχμέτ καλός σημαδευτής, είναι ο
ουρανός καλύτερος. Η καταστροφή είναι φοβερή. Οι περιηγητές γράφουν γι’ αυτή με
φρίκη και θαυμασμό!... Ήταν μια φορά κάποιος φρούραρχος Γιουσούφ. Είχε μάνα,
είχε τέσσερες γυναίκες, είχε δυο γιούς, είχε και μια κόρη ορφανή, ούτε σημάδι
δε βρέθηκε από όλους αυτούς. Ήταν μια φορά
ένας αρχιπυροβολητής Αχμέτ. Χάθηκε κι αυτός...
Τα πυροβόλα σκορπίστηκαν, η λουμπάρδα έγινε
κομμάτια. Πέτρες και χώμα και άνθρωποι έγιναν ένα. Η 26η Οκτωβρίου 1658 έμεινε πια ιστορική.
Οι Καστριώτες κατατρομαγμένοι μαζεύονται στον
τόπο της καταστροφής. Οι χριστιανοί σταυροκοπούμενοι πετιούνται όλοι έξω από το
εκκλησάκι τ’ Αϊ - Δημήτρη και μόνο ο παπάς μένει να τελειώσει τη λειτουργία.
Η βροχή ύστερα από την καταστροφή έπαυσε. Ο
ουρανός καθάρισε. Σαν να μην έγινε τίποτε! Το θαύμα και ποιος δεν το έμαθε!
Ο Αϊ - Δημήτρης πήρε με το δίκιο του το
παρανόμι, που του έπρεπε, και ίσαμε τώρα λέγεται Λουμπαρδιάρης - βομβαρδιστής.
Δυστυχισμένα Προπύλαια!...
[i] [i] Ο τίτλος,
το σκίτσο του συγγραφέα και το βιογραφικό σημείωμα, σε μεταγραφή, είναι από το
βιβλίο «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» Βιβλιοθήκη Σχολών Μαθητείας Ο.Α.Ε.Δ. Ίδρυμα
Ευγενίδου 1954. Το κείμενο σκαναρίστηκε
με πρόγραμμα OCR.
(Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων) Για το λόγο
αυτό, παρά την κοπιώδη προσπάθεια, μπορεί να έχει διαφύγει κάποιο ορθογραφικό ή
τονικό λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου