Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Πρώτα η αγάπη


Βαθιά στα έγκατα της γης
και διασκορπισμένος παντού
στα πράσινα νερά της θάλασσας
και κρατημένος σφιχτά
μέσα στη σκληράδα του βράχου
σε θυμάμαι αγάπη.
Θυμήσου με!
Ουίλιαμ Σάρογιαν. «Η καρδιά μου
εκεί πάνω στα ψηλά» (θέατρο)

Δε θυμάμαι ακριβώς που είδα την ιστορία αυτή. Μπορεί να ήτανε και  ντοκιμαντέρ. Νομίζω από τη Γαλλία. Θυμάμαι όμως καλά τα κύρια σημεία της γιατί μου είχαν προκαλέσει ζωηρή εντύπωση και με είχαν κάνει να χαϊδολογάω περισσότερο του συνηθισμένου τους μαθητές μου για ικανό διάστημα.
Στην παλαιά εποχή, κάπου στη Γαλλία, υπήρχε ένα δάσος στο οποίο είχε μεγαλώσει ένα παιδί μόνο του. Το στόρι θύμιζε λίγο πολύ τον αρχέγονο μύθο του Μόγλη ή του Ταρζάν. Το αγόρι μεγάλωσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σε ημιάγρια κατάσταση. Κάποτε οι άνθρωποι το ανακάλυψαν. Θα μου πείτε γίνονται αυτά τα πράγματα; Μάλλον γίνονται, εδώ λέει ανακάλυψαν πριν από μερικά χρόνια μία ολόκληρη φυλή στον Αμαζόνιο, που ούτε καν ήξεραν την ύπαρξή της.  Για να καταφέρουν να  πάρουν το παιδί αυτό από το δάσος του συμπεριφέρθηκαν όπως θα συμπεριφέρονταν σε ένα λιοντάρι. Πίστευαν ακράδαντα βλέπετε οι πολιτισμένοι ότι οι απολίτιστοι
δεν καταλαβαίνουν το καλό τους και ότι θα τους ευχαριστήσουν εκ των υστέρων. Το έδωσαν σε ένα γιατρό, ο οποίος από επιστημονική περιέργεια κατά το ήμισυ και από ανθρωπισμό κατά το άλλο μισό, ανέλαβε να το φροντίζει και να το επαναφέρει σταδιακά στον κόσμο. Είχε μία υπηρέτρια στην οποία με τη σειρά του ανέθεσε όλη τη φροντίδα του.
Οι μέρες περνούσαν, η υπηρέτρια, που δεν είχε δικά της παιδιά, σαν άλλη Γκρούσε, κάθε μέρα αγαπούσε περισσότερο  αυτό το «σπουργίτι» που ξέπεσε στην αυλή της. Το τάιζε, του έστρωνε μαλακό κρεβάτι να κοιμηθεί, το χάιδευε… Όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που απαρνιόταν την καλοπέραση και το εύρισκε να κοιμάται το πρωί γυμνό στο πάτωμα. Άλλες φορές πάλι, το άκουγε τη νύχτα να βγάζει άναρθρες κραυγές στον κήπο καλώντας, ποιος ξέρει, τη ζωή ή τους φίλους που άφησε πίσω του. Η παλιά ζωή του εμφιλοχωρούσε μέσα στη νέα διαταράσσοντας την ομαλή μετάβαση.
Ο γιατρός πάλι, στις λίγες ώρες που του άφηναν οι ασθενείς του, του έκανε ψυχολογικά πειράματα. Σε ένα από αυτά του έβαζε στο τραπέζι διάφορα εργαλεία, τα οποία έπρεπε με τη σειρά του να τα τοποθετήσει στα αντίστοιχα περιγράμματα που υπήρχαν στον τοίχο. Όπως περίπου τοποθετούν οι μαστόροι τα εργαλεία τους για να ξέρουν που πάει το καθένα. Κάθε φορά που τα τοποθετούσε σωστά υπήρχε μία ανταμοιβή. Όχι ζαχαρωτό ή γλυκό ή κάτι τέτοιο αλλά ένα ποτήρι νερό. Ναι, ένα ποτήρι νερό, που το ανάδευε λίγο πριν το πιει μονορούφι, μια υποψία από ρυάκι, από λίμνη,… από καταρράκτη…
Οι μέρες περνούσαν και η πρόοδός του ήταν πια ολοφάνερη. Από τις άναρθρες κραυγές, έφτασε να φτιάχνει μικρές λεξούλες, να συνεννοείται. Τα ρούχα δεν τον στρίμωχναν πια τόσο, δεν έκανε πια αγωνιώδεις προσπάθειες να απεκδυθεί από την …πρόοδο. Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, άφησε τα ρούχα του μια μικρή στοίβα στο πάτωμα και, γυμνός όπως ήρθε, έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι προσπάθειες ανέρευσής του απέβησαν άκαρπες και όλοι, εκτός από την υπηρέτρια, τον είχαν σχεδόν ξεχάσει. Όταν, εμφανίστηκε ένα πρωί, γυμνός μπροστά τους και κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα όσων είχαν μαζευτεί, πλησίασε αργά, πήρε το χέρι της υπηρέτριας και …το έσυρε μαλακά στο μάγουλό του….

Σ.Π.Παπασηφάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου