Ξέρω
τα κρυφά κι εκείνου,
μα
κι αυτού του σαλονιού
και
του κάθε καπελίνου
και
του κάθε φουστανιού.
Ξέρω
τούτος ποια ζητεί,
ξέρω
τούτη ποιον γελά,
τίνος
γάμος και γιατί
έτσι
έξαφνα χαλά.
Γεωργίου
Σουρή, Η γλωσσού
Η παράσταση
του Ζωρζ Φεϋντώ «Ψύλλοι στ’ αυτιά» (La Puce al’ Oreille 1907) που παίζεται
φέτος στο θέατρο Αλίκη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να
αναβιώσει την Belle Epoque
εποχή στη Γαλλία αλλά και να αποδείξει ότι μία καλογραμμένη και καλοπαιγμένη
φάρσα είναι αρκετές φορές καλύτερη από μία «καθαρή» κωμωδία.
Η αλήθεια
είναι ότι η φάρσα αντιμετώπισε (και αντιμετωπίζει) την απαξίωση των ηθοποιών,
farcire= γεμίζω) έως την καταξίωση, να
λάβουν δηλαδή τη θέση που τους ανήκει και τα κείμενα και οι συγγραφείς που
έγραψαν φάρσα πέρασε πολύ καιρός. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και έργα του
Μολιέρου ή του Σαίξπηρ δέχθηκαν πολεμική επειδή χαρακτηρίστηκαν φάρσες. «Η Αρκούδα» ή «Μία αίτησις εις γάμον» του
Τσέχωφ είναι φάρσες, δεν είναι όμως «μικρά» έργα.
των κριτικών και του κοινού θεωρώντας κατά καιρούς ότι είναι ένα εύπεπτο
θεατρικό είδος που έχει ως μόνο σκοπό το γέλιο. Από τη μεσαιωνική θεωρία του
παραγεμίσματος της ντομάτας ή της γαλοπούλας (από το λατινικό
Στη φάρσα
είναι συντριπτική η υπεροχή της φυσικής δραστηριότητας πάνω στη ρηματική και
λογοτεχνική επινοητικότητα. Η φάρσα εν κατακλείδι είναι ένα έργο καταστάσεων,
σίγουρα έχει ως αφορμή τον έρωτα, λαμβάνει χώρα σε σαλόνια, τρυπώνει σε
κρεβατοκάμαρες, αρέσκεται στη γεωμετρία: τρίγωνα, τετράγωνα, αλατιέρες, σηκώνει
το βέλο και τα φουρό των κυριών, κοιτάζει από κλειδαρότρυπες και ξεμπροστιάζει
όσους κρύβονται.
Ο Ζωρζ Φεϋντώ
άργησε αλλά κατέλαβε τη θέση που του αξίζει στο γαλλικό θέατρο. Δεν είναι
σίγουρα Αριστοφάνης αλλά είναι ισάξιος του Πλαύτου και του Μολιέρου. Τα έργα
του, στην κορύφωσή τους πάνω, είναι ένα μικρό τρελοκομείο. Δεν ξέρεις ποια
πόρτα θ’ ανοίξεις και πάνω σε ποιον θα πέσεις. Η υποκρισία, τα μικροαστικά και
αστικά ήθη και η αχαλίνωτη «περιέργεια» των χορτάτων είναι θέματα ημερήσιας
διάταξης. Ο Φεϋντώ είναι άλλος ένας θεατρικός συγγραφέας ο οποίος ουσιαστικά
γράφει επάνω στο σανίδι. Δεν εξηγείται αλλιώς ο τέλειος συγχρονισμός ώστε όλα
να συμβούν τη στιγμή που πρέπει.
Ο Γιάννης
Κακλέας έφτιαξε μία σφιχτή και καλοφτιαγμένη παράσταση. Στα θετικά του
πιστώνονται τα πολυδάπανα σκηνικά, η ζωντανή μουσική στο πιάνο από το Δημήτρη
Καραβίτη και τα ιντερμέδια με μουσική και slides show από την Belle Epoque εποχή. Ιδιαίτερα
ποιητική ήταν η σκηνή του γαλλικού καφέ. Σίγουρα πέτυχε πολύ και στη διανομή
των ρόλων όπου πέρα από το Χατζηπαναγιώτου φάνηκε ιδιαίτερα ο Βλάχος στο ρόλο
του ανιψιού του Σαντιεπιζ, ένα ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.
Παρά το ότι και μουσικός είναι και δυο τρεις γλώσσες κατέχει, έμαθε
κοντραμπάσο, ακορντεόν και λίγα γαλλικά για να παίξει και να τραγουδήσει στα
ιντερμέδια. Από την άλλη η Σταυροπούλου κινήθηκε σε ρηχά νερά μια και το μπρίο
και η τσαχπινιά της δεν ταιριάζουν τόσο στο γαλλικό μπουλβαρ, αντίθετα από τη
Μουτίδου η οποία το έχει ή την Αδαμάκη η οποία επίσης το έχει ίσως και σε
υπερβολικό βαθμό κάποιες στιγμές.
Το έργο αυτό
που ανέβασε φέτος η «Ελληνική Θεαμάτων» ήταν ένα ακριβό και καλοκουρδισμένο
έργο το οποίο ευτύχησε να υπηρετηθεί σωστά από ένα σκηνοθέτη που κατέχει τη
δουλειά του και από μία πλειάδα άξιων ηθοποιών.
Σ.Π.Παπασηφάκης
INFO:
Belle Epoque (όμορφη εποχή) Ονομάστηκε η περίοδος που ξεκίνησε από τα τέλη του
19ου αιώνα έως τη λήξη του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη και χαρακτηρίστηκε για το αισιόδοξο πνεύμα που
κυριάρχησε.
Αλέξη Σολωμού, Θεατρικό
Λεξικό
Jessica Milner Davis. Φάρσα.
Η γλώσσα της κριτικής τόμος 28. Εκδόσεις Ερμής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου