Δημήτρης Μυράτ
Ένας ευπατρίδης
(1908-1991)
Ο Δημήτρης Μυράτ υπήρξε ένας διανοούμενος ηθοποιός που δίδαξε ήθος και σοβαρότητα. Ζωντανός και δραστήριος ως τα ογδόντα
ένα του χρόνια, έμεινε στις επάλξεις του θεάτρου
πιστός ως το τέλος. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος σε
δραματική σχολή, συγγραφέας
με πλούσιο και
ποιοτικό έργο ο Δημήτρης
Μυράτ άφησε για
τους υπόλοιπους μία παρακαταθήκη και
μία υποψία για
το τι πραγματικά σημαίνει ή πρέπει να σημαίνει η
λέξη ηθοποιός.
Γόνος μεγάλης
θεατρικής οικογένειας ο
Δημήτρης Μυράτ ήταν γιος του
Μήτσου Μυράτ και
της Χρυσούλας Κοτοπούλη αδελφής
της Μαρίκας. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο λαμπερούς πρωταγωνιστές
της παλαιότερης γενιάς του
θεάτρου μας. Πρωτοεμφανίστηκε στο
θέατρο το 1899 με το έργο «Οι
μνηστήρες της Πηνελόπης» και υπήρξε μύστης
της Νέας Σκηνής
του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Έπειτα συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και
την Κα Κυβέλη, ερμηνεύοντας με επιτυχία πολλούς ρόλους, από Άμλετ και Ριχάρδο Γ, ως
βουλεβάρτο και επιθεώρηση. Από το 1935 ανήκει στο Εθνικό θέατρο
όπου έπαιξε σε
σημαντικά έργα όπως: το
«Να ντύσουμε τους γυμνούς»
ή «Η βεντάλια
της Λαίδης Ουίντερμηρ» του
Ουάιλντ. Την τελευταία του εμφάνιση την
έκανε το
1956 παίζοντας, εναλλάξ με
το γιο του Δημήτρη, τον κύριο ρόλο στο «Σιμούν».
Έχοντας λοιπόν αυτή την υποδομή από τους γονείς του, ήταν εύκολο
να ακολουθήσει το επάγγελμα του ηθοποιού. Από το
1928-1930 σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου
και υποκριτική στη σχολή
Ράινχαρτ. Τις σπουδές της φιλολογίας τις ολοκλήρωσε στο
πανεπιστήμιο Αθηνών.
Την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο την είχε
κάνει ήδη από το 1925 στο θέατρο Κοτοπούλη στη «Στοργή»
του Μπατάιγ. Πρώτη φορά
-αφού γύρισε από
το Βερολίνο- παρουσιάστηκε στο
θέατρο, στο θίασο Κοτοπούλη και
στο έργο του Άντον Τσέχωφ «Ο Γλάρος» με το ρόλο του Κόστια στις 15
Ιουνίου 1932, χωρίς να πάρει καλές
κριτικές. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην παράσταση του θιάσου της Μαρίκας και της Κυβέλης «Μαρία Στιούαρτ»
του Σίλερ στο Κεντρικό θέατρο. Ως το
1946 έπαιξε πλάι στην Κοτοπούλη στα έργα: «Ελισσάβετ», «Όπως
αγαπάτε», «Κάντιντα», «Ηλέκτρα», «Αγριόπαπια».Από το 1947 έως το 1950
ήταν στο Εθνικό -τότε Βασιλικό- θέατρο και με σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη έπαιξε
το Συρανό στον
«Συρανό ντε Μπερζεράκ», τον Πετρουκιο
στο «Ημέρωμα της Στρίγγλας» του
Σαίξπηρ και τον
Ορέστη στην «Ορέστεια». Το 1950 επανέρχεται στο θέατρο Ρεξ ως σκηνοθέτης
και διευθυντής. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα έργα που παρουσίασε στο θέατρο αυτό. «Η Άννα των χιλίων
ημερών», «Το βαλς των ταυρομάχων», τον «Μάκμπεθ», τον «Οθέλο». Την
εποχή εκείνη συνέδεσε τη ζωή του με
τη μαθήτρια του
στη δραματική σχολή του
Εθνικού θεάτρου Βούλα Ζουμπουλάκη. Ήταν η άξια σύντροφος
του στη ζωή και στην τέχνη.
Από το 1956 και μετά δημιουργεί με τη σύζυγό
του δικό του θίασο στο
θέατρο Διάνα. Εκεί παρουσίασε
«Το κράτος του θεού» και την «Υπόθεση
Ντρέυφους» μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Το 1961
στο θέατρο Αθηνών, που ήταν πλέον η μόνιμη στέγη του, ανέβασε με
μουσική Μάνου Χατζιδάκι το έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο
«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Η παράσταση αυτή, στην
οποία μάλιστα τραγουδούσε τις συνθέσεις του
Χατζιδάκι η Ζουμπουλάκη, αφήνει
εποχή. Στις 22 Μαΐου 1964 ,ο
θίασος του Δημήτρη Μυράτ
θριαμβεύει μ’ αυτό το έργο στο φεστιβάλ της Λισαβώνας. Σήμερα ούτε το
Εθνικό δεν τολμά να ανεβάσει τέτοιες
πολυδάπανες παραγωγές. Είκοσι τρία
άτομα στη διανομή έχει το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Φυσικά τέτοια παραγωγή δεν ξανάκανε, γιατί
δεν μπορούσε να την αντέξει οικονομικά. Από
το 1964 έως το Νοέμβριο του 1989 που παρουσίασε το τελευταίο
του έργο, έχουμε δεκάδες ποιοτικά έργα
παρουσιασμένα από το
ζευγάρι Μυράτ-Ζουμπουλάκη στο θέατρο Αθηνών: «Η κόκκινη κλωστή»,
«Αγαπημένε μου ψεύτη», «Φόνος στο
ιερό παλάτι», «Το παιχνίδι του
έρωτα και του θανάτου», «Να ντύσουμε
τους γυμνούς». Για την παράσταση αυτού του έργου του Λουίτζι Πιραντέλλο του απονεμήθηκε
το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη πιραντελλικών
έργων, για σκηνοθέτες εκτός Ιταλίας στον Ακράδαντα της Σικελίας κατά
τη διάρκεια του 23ου συνεδρίου
πιραντελλικών σπουδών.
Παρουσίασε επίσης την «Αντιγόνη» σε περιοδεία
και στο Ηρώδειο, την «Εκάβη» και "Το φονικό στην
εκκλησιά" του Τ. Σ. Έλιατ. Και φτάσαμε στο Νοέμβριο του
1989. Τότε ανέβασε τον «Όρκο
του αιώνιου έρωτα» του
Αντρέ Ρουσέν. Αυτό αποτέλεσε το
κύκνειο άσμα του
Δημήτρη Μυράτ. Δύο μέρες μετά την πρεμιέρα το έργο κατέβηκε, η υγεία του δεν άντεξε.
Ο Δημήτρης Μυράτ
δεν ήταν μόνο
σκηνοθέτης και ηθοποιός του
θεάτρου, έπαιξε στον κινηματογράφο, ήταν δάσκαλος σε
δραματική σχολή, συγγραφέας
σπουδαίων βιβλίων γύρω από το θέατρο
και μεταφραστής
θεατρικών έργων. («Η
Δίκη" του Φραντς
Κάφκα, «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλλο.)
Για τη γενικότερη προσφορά του
στο θέατρο, έλαβε πολλές
τιμητικές διακρίσεις: το παράσημο
των ιπποτών τάγματος αξίας της
ιταλικής δημοκρατίας, το Χρυσό Σταυρό ταυ Αγίου Μάρκου, το παράσημο γραμμάτων
και τεχνών της Γαλλίας, το μετάλλιο πνευματικής
αξίας της Ιταλίας, το Χρυσό πορτοκάλι (διάκριση από την
Πορτογαλία) και το μέγα βραβείο Φεστιβάλ Πορτοχαλλίας για την παράσταση του έργου "Απόψε
αυτοσχεδιάζουμε".
Ο Δημήτρης Μυράτ ανήκει στη
χορεία εκείνων των μεγάλων της τέχνης, που φεύγοντας
αφήνουν δυσαναπλήρωτο κενό. Αγωνίστηκε για
το θέατρο και σχεδόν πέθανε
πάνω στο σανίδι. «Ο όρκος ταυ αιώνιου έρωτα» του Αντρέ Ρουσέν έχει
αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα για τα θεατρικά δρώμενα
στην Ελλάδα, θα μας
θυμίζει το Δημήτρη Μυράτ. Έναν
αληθινά μεγάλο. Έναν ευπατρίδη του θεάτρου.
Σ.Π.Παπασηφάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου