Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο γερο-χρόνος ο στριμμένος (παραμύθι)


Ο γερο-χρόνος ο στριμμένος

του Σ.Π.Παπασηφάκη

Ο Δεκέμβρης είχε μεσιάσει. Τα βράδια στο σπιτάκι του γερο-χρόνου μαζεύονταν οι μήνες, οι βδομάδες, οι μέρες, και οι ώρες και συζητούσαν για τα νιάτα τους, τη ζωή τους που πέρασε σύντομα αλλά ευτυχισμένα και το νέο χρόνο που έρχεται.
Μέσα σε όλα τα χάχανα, τα γέλια και τις χαρές ο γερο-χρόνος πήρε το λόγο και τους είπε: «Σας κάλεσα εδώ για να σας πω ότι αποφάσισα να μείνω για άλλο ένα χρόνο. Οι μήνες κοίταζαν ο ένας τον άλλον, οι βδομάδες δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους και οι μέρες σκουντούσανε η μια την άλλη. Νομίζω ότι είμαι ακόμα νέος, δε με πήρανε δα και τα χρόνια, συνέχισε, η φωνή του όμως ασθμαίνουσα και τρεμουλιάρικη δεν υποστήριζε την ίδια άποψη. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα έρθει το Πάσχα και δε θα ψήσω αρνί, θα μπει ο Μάης και δεν θα δω τη γη ν’ ανθίζει, τον Αύγουστο δεν θα κάνω τα μπάνια μου στην Αιδηψό και το Σεπτέμβρη δεν θα φτιάξω το γλυκό κρασάκι. Πάει το αποφάσισα, θα μείνω ένα χρόνο ακόμη».
Μα χρόνε μου, είπε ο Δεκέμβρης, ο νέος χρόνος είναι ήδη στο δρόμο, έρχεται η Πρωτοχρονιά, τα παιδιά θα περιμένουν τον Άη Βασίλη να φέρει τα δώρα την παραμονή. Δεν μπορούμε να τους στερήσουμε αυτή τη χαρά. Δεν θα αλλάξουμε δηλαδή χρόνο φέτος, δεν έχει ξαναγίνει αυτό το πράγμα!

Σαν πέρασε λίγο η ώρα ο γερο-χρόνος έφαγε το γιαουρτάκι του, ναρκώθηκε από τη ζέστη που έβγαζε το τζάκι και αφού τον έκλεψε λίγο στον καναπέ, σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι του. Τότε πήρε το λόγο μια βδομάδα και είπε: «Κάτι πρέπει να κάνουμε, δε μπορούμε να μείνουμε απαθείς. Πρέπει να τον πείσουμε ν’ αλλάξει γνώμη, να χαλάσουμε τώρα, έτσι για ένα καπρίτσιο, ένα έθιμο που κρατάει τόσα χρόνια» Με τα παιδιά τι θα κάνουμε, είπε μια ώρα, έχει δίκιο ο Δεκέμβρης, περιμένουνε τον Άη Βασίλη, του έχουν στείλει ήδη χιλιάδες γράμματα κι αυτός με τους βοηθούς του ετοίμασε τα πακέτα και έχει ξεκινήσει. Βρίσκεται στο δρόμο, οι τάρανδοι σέρνουν το έλκηθρο σα σφαίρα πάνω στον ουρανό. Η ανάσα τους χνωτίζει τον αέρα. Τα χωριά και οι πόλεις φωτίστηκαν για να τον υποδεχτούν.
Να τον παρακαλέσουμε όλοι μαζί μήπως και αλλάξει γνώμη, είπε ο Νοέμβριος. Ναι, σαν την άλλη φορά, πετάχτηκε ο Μάρτης που έβρεχε πέντε μέρες συνέχεια, τον παρακαλέσαμε να σταματήσει, κι αυτός ο στριμμένος, έβρεχε άλλες δύο μέρες κι οι άνθρωποι πήγαιναν στα σπίτια τους με βάρκες.
Εμένα με στενοχωρά που δεν θα μ’ αγαπάνε πια τόσο τα παιδιά, είπε ο Δεκέμβρης κατσουφιασμένος. Και γιατί παρακαλώ κύριέ μου, τον ρώτησε ο Ιούνιος, εμάς δε μας αγαπάνε; Γιατί κύριέ μου, αν θέλετε να ξέρετε, εγώ κάνω πάντα και κανένα χιόνι και βγαίνουν έξω τα παιδιά και παίζουν, άσε που μπορεί να κλείσουν τα σχολεία και καμιά βδομάδα και να ησυχάσει το κεφάλι τους από τους δασκάλους και από τα test! Και ύστερα έρχεται και η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η τελευταία μέρα μου είναι και η πιο ωραία. Περιμένουν με λαχτάρα να πάει δώδεκα και ν’ ανοίξουν τα δώρα.
Έχω μια ιδέα, είπε ο Αύγουστος, που φημιζόταν για τα αστεία και τα πειράγματά του. Θα τον πάμε σε μία παραλία, θα κάνω μέσα στο χειμώνα μια αυγουστιάτικη μέρα χαρά Θεού, θα ναρκωθεί με τη ζέστη και θα τον κουβαλήσουμε μια χαρά! Ναι, έτσι έκανες και την άλλη φορά, τον τσουρούφλισες τόσο πολύ που κάηκε και πετάχτηκε ξαφνικά και μπήκε στη θάλασσα για δροσιά. Κι αν το φανταστεί και τώρα και πεταχτεί στον ύπνο του την ώρα που θα τον κουβαλάμε σηκωτό με το σώβρακο και τις παντόφλες; Όχι, όχι δεν είναι λύση αυτή.
Θα σας πω εγώ τι θα κάνουμε, είπε ο Δεκέμβρης. Όλοι σταμάτησαν να τον ακούσουν. Τα χιόνια που είχε στα μαλλιά του τον έκαναν σεβαστό σε όλους, γιατί ήταν ο μεγαλύτερος και ο πιο σοφός. Θα τον βάλουμε από νωρίς το βράδυ της παραμονής δίπλα στο τζάκι. Θα ρίξουμε μπόλικα ξύλα στη φωτιά κι αυτή με τη σειρά της θα τον νανουρίσει γλυκά. Θ’ ανοίξουμε και την τηλεόραση να βλέπει τις ειδήσεις στο STAR! Να του βάλεις να δει και τον καιρό, πετάχτηκε ο Αύγουστος γελώντας. Να τον κεράσουμε και κανένα κρασάκι, συμπλήρωσε ο Οκτώβρης, Το κρασί μου φέτος είναι κόκκινο σα βασιλική πορφύρα κι ολόγλυκο σα μέλι!

Σαν ήρθε η παραμονή, όλα έγιναν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στο τζάκι τα ξύλα έτριζαν σαν τα’ γλυφε ολόγυρα η φωτιά. Ο γερο-χρόνος είχε αράξει στον καναπέ και έπινε ένα ποτήρι κρασί ευχαριστημένος. Δεν έλεγε όμως να τον πάρει ο ύπνος, Τι θα γίνει, λέει μια ώρα, έχω κάνει το κάθε λεπτό μου να κρατάει για δύο, τα ρολόγια διαμαρτύρονται, τα παιδιά είναι ανήσυχα, άσε που μερικά έχουν κοιμηθεί ήδη και όσα είναι ξύπνια προσκυνάνε σα νύφες. Τι να κάνουμε, δεν έχει κοιμηθεί ακόμα, λέει ο Δεκέμβρης. Πάντως κοντεύει, να χασμουριέται, τώρα θα πάρει τον πρώτο! Μωρέ τον τελευταίο θα πάρει, πετάχτηκε πάλι ο Αύγουστος.
Ο γερο-χρόνος, ο στριμμένος, έγειρε σιγά-σιγά το κεφάλι και άρχισε να ροχαλίζει χρ χρ χρ βρ βρ βρρ…. Τότε τα τελευταία λεπτά έτρεξαν μονομιάς γοργά στα ρολόγια και ο Ιανουάριος άνοιξε την πόρτα να μπει ο καινούριος χρόνος. Ένας όμορφος νέος μπήκε, τα μαλλιά του ήταν μαύρα και το χαμόγελό του ρόδινο. Χαιρέτησε όλους τους μήνες με τη σειρά και κάθισε στο θρόνο του. Ξοπίσω μπήκαν οι νέοι μήνες, όλοι όμορφα παλικάρια, πήραν σηκωτό το γερο-χρόνο, το στριμμένο και τον έβγαλαν από την πόρτα.

Στα σπίτια οι μεγάλοι, παράτησαν το χαρτί, πήραν όλοι από ένα ποτήρι στο χέρι κι ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο καλή χρονιά. Τα παιδιά, πήραν κι αυτά με τη σειρά τους τα δώρα στο ένα χέρι και ένα γλυκό στο άλλο και χόρτασαν την περιέργεια και τη λαιμαργία τους. Κι ο νέος χρόνος ξεκίνησε με τις ευχές μας την πορεία του με την ελπίδα να ζήσουμε όλοι καλά και ευτυχισμένα…

Σ.Π.Παπασηφάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου